Είμαι σίγουρος, πως θα σας έχει τύχει κάποια στιγμή να ακούσετε ένα τραγούδι και να αισθανθείτε, ότι είστε ελαφρύτεροι, κάτι σαν να «πετάτε». Ή να βλέπετε έναν πίνακα ζωγραφικής και να νιώσετε μια αδιόρατη ευχαρίστηση. Έτσι απλά, χωρίς προετοιμασία, χωρίς τυμπανοκρουσίες.
Αν το έχετε νιώσει, μην ανησυχήσετε. Έχει ήδη συμβεί πριν από εσάς σε εκατομμύρια άλλους ανθρώπους κάποιες φορές στη ζωή τους στη διάρκεια των αιώνων. Και βεβαίως θα εξακολουθήσει να συμβαίνει εις τον αιώνα τον άπαντα.
Το ερώτημα είναι τι προκαλεί αυτά τα εκ πρώτης όψεως περίεργα φαινόμενα; Πως γίνεται επτά μόνο νότες αραδιασμένες πάνω στο πεντάγραμμο να σε κάνουν να «πετάς» ή μερικά χρώματα πάνω στον καμβά να σε ευχαριστούν τόσο πολύ; Το ίδιο συμβαίνει με μια καλλιτεχνική φωτογραφία, ένα γλυπτό, με μια χορευτική ή θεατρική παράσταση.
Η απάντηση είναι απλή. Διότι όλες αυτές οι τέχνες μιλούν στο συναίσθημά μας. Είναι τα «ναρκωτικά» της ψυχής μας, τα οποία ευτυχώς είναι νόμιμα και θεραπευτικά. Τα έχουμε ανάγκη, όπως τα πρεζάκια τη δόση τους, με τη διαφορά, ότι δεν θα καταλήξουμε ούτε στο χώμα, ούτε στη φυλακή. Θα έχουμε μεν παραισθήσεις, ας πούμε, ότι πετάμε σαν τα πουλιά, χωρίς όμως να κινδυνεύουμε με πτώση (μεταφορικά και κυριολεκτικά).
Η λογική βέβαια και η πεζή πραγματικότητα είναι αναγκαία στη ζωή μας. Μας βοηθάει να εργαζόμαστε, να τρώμε, να ντυνόμαστε, να αποταμιεύουμε χρήματα, να πληρώνουμε λογαριασμούς και άλλα τέτοια της καθημερινότητας. Όμως ελάχιστη αξία θα είχαν όλα αυτά, αν δεν υπήρχαν οι τέχνες. Με μαθηματική ακρίβεια θα καταλήγαμε στο τρελοκομείο. Όπως και με τον έρωτα, τον οποίον πάντοτε είχαμε και έχουμε ανάγκη και αν κάποτε μας έλειπε, θα καταλήγαμε πάλι στο τρελάδικο.
Ας αφήσουμε όμως τον έρωτα για άλλη φορά και ας επιστρέψουμε στο θέμα μας. Οι άνθρωποι από τα προϊστορικά χρόνια είχαν ανακαλύψει τις τέχνες, έστω σε πρωτόγονη μορφή. Ας πάρουμε τη μουσική. Στην αρχή φαντάζομαι, ότι χτυπούσαν δύο κόκκαλα ζώων μεταξύ τους παράγοντας ήχο, στον οποίο αργότερα πρόσθεσαν ρυθμό και χόρευαν. Ομοίως με τη ζωγραφική. Ανέκαθεν σκάλιζαν διάφορες μορφές στους βράχους ή έφτιαχναν ομοιώματα κάνοντας γλυπτική. Το ίδιο και με το θέατρο, οι άνθρωποι πάντοτε έλεγαν ιστορίες μιμούμενοι άλλους ανθρώπους ή ζώα φορώντας μάσκες και δημιουργώντας θεατρικές παραστάσεις.
Γιατί άραγε οι άνθρωποι έκαναν όλες αυτές τις τεράστιες προσπάθειες στη διάρκεια των χρόνων παράλληλα με το κυνήγι για την τροφή τους; Διότι είχαν ανάγκη τις τέχνες για την ευχαρίστησή τους, για την ψυχική τους ηρεμία. Είναι τόσο απαραίτητες στον άνθρωπο, όσο το φαγητό και το νερό. Για αυτό το λόγο άλλωστε, αυτοί που είχαν την ικανότητα να δημιουργούν τέχνη για τους άλλους ήταν πάντοτε σταρ σε κάθε εποχή. Ο Ευριπίδης, ο Μότσαρτ, ο Νουρέγιεφ, ο Πικάσο, ο Μινωτής, η Κάλλας και πολλοί άλλοι ήταν από τους πιο δημοφιλείς ανθρώπους στην εποχή τους, διότι φρόντιζαν τη ψυχή των ανθρώπων, οπότε και οι άνθρωποι σε ανταπόδοση τους τοποθετούσαν και τους τοποθετούν πολύ ψηλά στην υπόληψή τους.
Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι υπάρχει κάποιο είδος τέχνης για όλους μας, υψηλού ή χαμηλού επιπέδου δεν έχει σημασία. Ο καθένας ανάλογα με τη μόρφωση, την κοινωνική θέση, το πολιτιστικό υπόβαθρο ή το κέφι του βρίσκει την τέχνη που τον ικανοποιεί. Ας πούμε, μπορεί κάποιος να περνάει καλά στο θέατρο με την Παξινού ή τον Χορν, ενώ ένας άλλος με τον Ψάλτη και τον Σεφερλή ή κάποιος επιλέγει να ακούσει τον Ραχμάνιμοφ ή τον Σοπέν, ενώ άλλος τον Χριστοδουλόπουλο και τον Βαλάντη.
Κανένα πρόβλημα. Εννοείται, ότι έχουμε άποψη για το ποιο επίπεδο τέχνης προάγει τον πολιτισμό και ποιο όχι. Όμως, δεν μας πέφτει λόγος για την προσωπική ευχαρίστηση του καθενός μέσω της τέχνης. Άσε που δεν αποκλείεται κάποιος που τη βρίσκει με την τζαζ/ροκ/φανκ να γουστάρει κάποια βράδια να γλεντήσει με την ψυχή του στο τελευταίο σκυλάδικο. Μιλάω εκ πείρας. Ισχύει αυτό που λέμε η δημοκρατία της τέχνης.
Και θα τελειώσω με μια αληθινή ιστορία, που δείχνει τη δύναμη των τεχνών και στη συγκεκριμένη περίπτωση της μουσικής: Προς το τέλος της δικτατορίας, για λόγους πολιτικού συμφέροντος η χούντα έκανε ένα δήθεν δημοκρατικό άνοιγμα και είχε επιτρέψει την έκδοση βιβλίων αριστερού περιεχομένου, γεγονός απίστευτο για εκείνη την εποχή. Την ίδια στιγμή συνέχισε να απαγορεύει την κυκλοφορία των δίσκων του Θεοδωράκη.
Όταν αργότερα ρωτήθηκε ο αρμόδιος υπουργός της χούντας και μέγας θεωρητικός των μηχανισμών προπαγάνδας, πως εξηγείται αυτή η αντίφαση, είχε απαντήσει περίπου ως εξής: Τα βιβλία απευθύνονται κυρίως στο μυαλό και στη λογική των ανθρώπων, οπότε η δυναμική τους ήταν βραδυφλεγής και ελεγχόμενη. Αντιθέτως, η μουσική μιλάει στο συναίσθημα και γι’ αυτό το λόγο – υπό κάποιες προϋποθέσεις – είχε τη δύναμη να ξεσηκώσει άμεσα τους ανθρώπους. Με λίγα λόγια, η τέχνη είναι ανάγκη του ανθρώπου και μπορεί να τον αλλάξει, συνήθως προς το καλύτερο.
Σας αποχαιρετώ με ένα τραγούδι ή μάλλον ύμνο του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη με την ελπίδα να «χαϊδέψει» τη ψυχή σας: