Η πρόσφατη κατάκτηση του πρωταθλήματος και του κυπέλλου στο ποδόσφαιρο από την ΑΕΚ ήταν για μένα αφορμή συναισθηματικής…αναταραχής (ήπιας, μην ανησυχείτε). Όπως είχα γράψει σε παλιότερο κείμενο, μεγάλωσα στη Νέα Φιλαδέλφεια, στα όρια με τη Νέα Χαλκηδόνα. Αυτό σημαίνει, ότι το ιστορικό γήπεδο της ΑΕΚ βρισκόταν σε πολύ κοντινή απόσταση από το σπίτι μου, εκεί όπου βρίσκεται και το καινούργιο γήπεδο, η Αγιασοφιά.
Όλοι στη γειτονιά, μικροί-μεγάλοι, δεν μπορούσαν να ήταν κάτι άλλο, παρά μόνο ΑΕΚτζήδες. Άλλωστε, εκτός από τις οικογένειες των παλιών Μικρασιατών προσφύγων του 1922, αρκετοί τριγύρω μου είχαν έρθει κατά διαστήματα από την Πόλη (διωγμένοι με διάφορες ύπουλες μεθοδεύσεις από τους Τούρκους) και μιλούσαν ακόμα τότε με τη χαρακτηριστική προφορά των Κωνσταντινουπολιτών, όπως δηλαδή ο Βουτσάς και η κινηματογραφική «μητέρα» του Μαίρη Μεταξά στην ελληνική ταινία «Νύχτα γάμου». Ξαναδείτε τη και θα καταλάβετε, τι θέλω να πω. Μέχρι και σήμερα έχω αυτή την ιδιαίτερη προφορά στα αυτιά μου, αφού και ο κολλητός μου στα παιδικά χρόνια ήταν Κωνσταντινουπολίτης, από τις τελευταίες οικογένειες που ήρθαν από κει.
Συνεπώς, στη γειτονιά μου, αλλά και ευρύτερα σε όλη την Ελλάδα, η ΑΕΚ δεν ήταν απλώς μια ομάδα. Ήταν κάτι πολύ παραπάνω. Σχεδόν άγγιζε τα όρια της ιστορικής ιδεολογίας, η οποία με σύμβολο τον βυζαντινό δικέφαλο αετό συμπύκνωνε κοινωνικές, πολιτικές και εθνικές προεκτάσεις. Εξάλλου, τότε στο σχολείο (και όχι μόνο στο σχολείο) μαθαίναμε για την ανοιχτή πληγή της Άλωσης της Πόλης, τους θρύλους για τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά και την Κόκκινη Μηλιά, για τη Βασιλεύουσα και την Αγιά Σοφιά μαζί με την ελπίδα ότι «Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικιά μας θα ‘ναι».
Μέσα λοιπόν σ’ αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’70, στην ηλικία των 5-6 ετών, τότε δηλαδή που τα αγόρια παίρνουν την καθοριστική απόφαση για την ομάδα της «καρδιάς» τους, εγώ δηλώνω στους φίλους μου, ότι θα είμαι…Ολυμπιακός! Δεν θυμάμαι καν, πως μου ‘χε έρθει.
Αρχικά επικράτησε παγωμάρα και αμέσως μετά όλοι οι φίλοι μου σκάσανε στα γέλια. Ο ένας μου είπε: «Ωραίο αστείο, αλλά δεν έπιασε χαχαχα», ο άλλος «Κόψε ρε την πλάκα» και τέτοια. Ο μόνος που δεν μίλησε εκείνη την ώρα ήταν ο κολλητός μου. Αυτός, από την Πόλη. Την επόμενη μέρα όμως με πλησιάζει με σοβαρό ύφος και τραβώντας με απόμερα μου λέει: «Κάτι σοβαρό θέλω να ΣΕ πω. Γιατί μπρε ζεβζέκη θα είσαι Ολυμπιακός»; «Γιατί έτσι ΜΕ αρέσει» του απαντώ κοροϊδευτικά για τα ΣΕ και τα ΜΕ, που χρησιμοποιούσαν οι Κωνσταντινουπολίτες αντί για ΜΟΥ και ΣΟΥ. «Είμαστε φίλοι για δεν είμαστε ΓΙΑ»; μου ανταπαντάει αυτός. «Είμαστε, τι ‘ναι αυτά που ΜΕ λες»; του λέω εγώ συνεχίζοντας το αστείο.
Και τότε βλέπω, ότι είναι σχεδόν βουρκωμένος. Το κρατημένο δάκρυ στα μάτια του μου έδωσε να καταλάβω, ότι η κατάσταση ήταν πράγματι σοβαρή, διότι τότε δεν κλαίγαμε για ψύλλου πήδημα. Το κλάμα προέκυπτε, και πάλι όχι πολύ συχνά, μόνο σε έκτακτες περιστάσεις πχ όταν μας χτυπούσε για τιμωρία ο δάσκαλος με τη βέργα πάνω στις απλωμένες παλάμες μας (ναι συνηθιζόταν πολύ τότε στο σχολείο) ή όταν μας έριχνε κανένα γερό χέρι ξύλο ο πατέρας μας σε περίπτωση χοντρής αταξίας (και αυτό συνηθιζόταν τότε, ακόμα και στις υγιείς οικογένειες) ή όταν τρώγαμε καμμιά γερή κλωτσιά στο καλάμι από αντίπαλο στο ποδόσφαιρο (να κάτι, που γίνεται και σήμερα και μάλλον θα γίνεται πάντοτε).
Με κοιτάζει λοιπόν μέσα στα μάτια ο κολλητός βουρκωμένος και μου λέει: «Ε άμα φίλοι είμαστε, ΑΕΚ θέλω να είσαι για να πανηγυρίζουμε μαζί τις νίκες μας μπρε σερσερή». Το δάκρυ του κολλητού με έκανε να αντιληφθώ τη συναισθηματική του φόρτιση και παρ΄ ότι συνήθως δεν μάσαγα από κάτι τέτοια, στη συγκεκριμένη φάση υπέκυψα σχεδόν αμέσως και δίνοντας του το χέρι μου για χειραψία του λέω: «Ναι ρε φίλε, ΑΕΚ για πάντα». Αγκαλιαστήκαμε και αρχίσαμε να χοροπηδάμε σαν τρελλοί φωνάζοντας αυτός: «Μπράβο τζιέρι μ’, μπράβο το γιαβρί μ’» και γω «ΑΕΚάρα, ΑΕΚάρα».
Αυτή ήταν η «βάφτισή» μου ως ΑΕΚτζής με νονό τον κολλητό μου από την Πόλη. Ήμουν και τυχερός, γιατί εκείνη την εποχή η ΑΕΚ είχε σπουδαία ομάδα και κυρίως λίγο αργότερα στα μέσα της δεκαετίας του ’70 με πρόεδρο τον Λουκά Μπάρλο, έναν από τους σπουδαιότερους προέδρους της ΑΕΚ. Είχαμε παίκτες σαν τον Μίμη Παπαϊωάννου, τον Μαύρο, τον Αρδίζογλου, τον Νικολούδη, τον Βάγκνερ, τον Ραβούση και προπονητή τον Τσεχο-ολλανδό Φράντισεκ Φάντροκ, που είχε δημιουργήσει την ομαδάρα της Εθνικής Ολλανδίας εκείνης της εποχής και είχε προπονήσει παίκτες σαν τον Κρόιφ, τον Νέεσκενς κλπ. Εν ολίγοις είχε παραστάσεις από το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Τότε λοιπόν (1976-77) η ΑΕΚ είχε φτάσει μέχρι τα ημιτελικά του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ (τώρα λέγεται Europa League) αποκλείοντας ομάδες, όπως Ντυναμό Μόσχας, Ντέρμπυ Κάουντι, Ερυθρό Αστέρα και Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς. Ήταν μεγάλο κατόρθωμα για μια ελληνική ομάδα. Τι πανηγύρια, τι χαρές κάναμε όλοι στη γειτονιά στημένοι μπροστά στις ασπρόμαυρες τηλεοράσεις μέχρι που…μας έκοψε τα φτερά η μεγάλη Γιουβέντους μια ανάσα πριν τον τελικό.
Μετά ήρθε ο «θεός» Ντούσαν Μπάγεβιτς. Τι παίκτης, τι προσωπικότητα, τι τεχνική, τι στυλ, τι ποδοσφαιρικό μυαλό, αλλά και τι τσαμπουκάς (πλακωνόταν κανονικά μέσα στο γήπεδο με μπουνιές και τέτοια, όπως ακριβώς εμείς στις αλάνες). Με τον Ντούσκο λοιπόν και τους Παπαϊωάννου, Μαύρο, Βιέρα και τους υπόλοιπους η ΑΕΚ πήρε το ντάμπλ την περίοδο 1977-78 και το πρωτάθλημα το 1978-79.
Τότε ως πιτσιρικάδες παίζαμε μπάλλα όλη σχεδόν τη μέρα μέχρι να νυχτώσει. Όμως στο γήπεδο δεν μπορούσαμε να πάμε, διότι κανενός ο πατέρας από τη γειτονιά δεν ασχολείτο φανατικά με το ποδόσφαιρο, ώστε να πηγαίνει στο γήπεδο. Άλλωστε αρκετοί από αυτούς δούλευαν ακόμα και τις Κυριακές. Η λύση δόθηκε από τον Ε., έναν Κωνσταντινουπολίτη, πολύ ωραίο τύπο, πραγματικό μάγκα και αλανιάρη, που ήταν θαμώνας στο μαγαζί του πατέρα μου (μπακάλικο και ταυτοχρόνως κουτούκι με βαρελίσια ρετσίνα, μεζέδες κλπ). Έρχεται λοιπόν αυτός μια Κυριακή και χωρίς να έχουμε συνεννοηθεί λέει στον πατέρα μου, ότι θα με πάρει μαζί του στο γήπεδο, «για να δει μια φορά το παιδί την ΑΕΚ ρε Λευτέρη». Έτσι και έγινε. Παίζαμε με τον ΠΑΟΚ.
Η χαρά μου ήταν τεράστια. Είδα για πρώτη φορά από κοντά την αγαπημένη μου ομάδα και τους ήρωές μου. Σηκώθηκα αυθόρμητα όρθιος μαζί με όλο το υπόλοιπο γήπεδο, όποτε η ΑΕΚ έβαζε γκολ φωνάζοντας: «Γκοοοολ». Ξανασηκώθηκα το ίδιο αυθόρμητα όρθιος σε κάθε χαμένη ευκαιρία της ΑΕΚ φωνάζοντας με όλους τους άλλους: «Ααααα». Μαζεύτηκα κουβάρι στη θέση μου, όταν η ΑΕΚ έφαγε γκολ και έστηνα αυτί για ν’ ακούσω τα σχόλια των μεγάλων, για το τι έφταιξε. Τελικά νικήσαμε, νομίζω 3-2. Με λίγα λόγια, διαπίστωσα, ότι το γήπεδο είναι άλλη φάση. Τι να μας πει το κουτί της τηλεόρασης και ο Διακογιάννης στην «Αθλητική Κυριακή».
Πώς όμως θα έμπαινα στο γήπεδο, οποτεδήποτε ήθελα; Το βρήκα και αυτό. Ο τρόπος που είχαμε μπει στο γήπεδο με τον Ε., μου έδωσε τη φαεινή ιδέα. Τι θέλω να πω. Παρατήρησα, ότι ο Ε. δίνοντας το εισιτήριό του στον πορτιέρη, του είπε κάπως χαμηλόφωνα, ότι ο μικρός (εγώ δηλαδή) είμαι παρέα μαζί του, εννοώντας, ότι συνοδεύομαι από έναν ενήλικα, οπότε με άφησε να περάσω τζάμπα. «Ωραία!» σκέφτηκα. Θα πηγαίνω λοιπόν μόνος μου στο γήπεδο χωρίς να γίνομαι φόρτωμα στον Ε. και βέβαια κρυφά από τους δικούς μου (βασικά απ’ τον πατέρα μου, που είχε βαρύ χέρι). Υποτίθεται, ότι θα ήμουν κάπου στη ευρύτερη γειτονιά και θα έπαιζα, αλλά εγώ θα πηγαίνω στο γήπεδο τις Κυριακές το μεσημέρι. Εξάλλου η ώρα των αγώνων συνέπιπτε με τη κυριακάτικη μεσημεριανή σιέστα του πατέρα μου και επιπροσθέτως τότε, οι γονείς μας δεν ήταν συνέχεια ξοπίσω μας, όπως σήμερα. Θα μου πείτε, άλλες εποχές, πιο αγνές ή τέλος πάντων διαφορετικές.
Ήμουν τότε περίπου 12 χρονών. Καμμιά ώρα λοιπόν πριν την έναρξη του αγώνα, στηνόμουνα έξω από το γήπεδο και έκοβα κίνηση τριγύρω μου. Έψαχνα να βρω εκείνους τους ενήλικες, που είχαν εισιτήριο στα χέρια τους και ταυτοχρόνως έδειχναν καλοσυνάτοι, ώστε να μην μου αρνηθούν, αυτό που θα τους ζητούσα. Έπεσα πάνω και σε κάποια στραβόξυλα, αλλά δεν έτρεχε τίποτα. Πήγαινα στον επόμενο.
Να ποιο ήταν το σχέδιο. Μόλις τους εντόπιζα (τους καλοσυνάτους με εισιτήριο), πήγαινα με θράσος κατευθείαν πάνω τους και…αυθαίρετα τους έπιανα απ’ το χέρι και περπατώντας μαζί τους, τους έλεγα με όση ευγένεια διέθετα: «Μήπως μπορείτε κύριε να με βάλετε μέσα μαζί σας»; Σχεδόν πάντοτε δεχόντουσαν, λέγανε στον πορτιέρη τη μαγική φράση: «Ο μικρός είναι μαζί μου» και μπαίναμε μέσα. Τους ευχαριστούσα και έφευγα σφεντόνα για να βρω μια καλή θέση. Να σημειώσω, ότι το μόνο αρνητικό ήταν, ότι πήγαινα μόνος μου, διότι τα άλλα παιδιά στη γειτονιά δεν ερχόντουσαν. Σκεφτόντουσαν το ξύλο, που θα έτρωγαν από τους γονείς τους, αλλά κυρίως φοβόντουσαν να είναι ασυνόδευτοι στο γήπεδο για τυχόν επεισόδια κλπ.
Στη συνέχεια ήρθε μια δύσκολη δεκαετία για την ΑΕΚ μέχρι το 1988-89, που ξαναπήραμε πρωτάθλημα με Μανωλά, Οκόνσκι, Σαβέβσκι και προπονητή τον Ντούσκο. Ακολούθησε μια μικρή «κοιλιά», αλλά επανήλθαμε γκαζωμένοι παίρνοντας 3 συνεχόμενα πρωταθλήματα από το 1992 μέχρι το 1994 με εκείνη την ομαδάρα των Μανωλά, Τσιάρτα, Μπατίστα, Δημητριάδη, Σαβέβσκι, Σαμπανάτζοβιτς, Αλεξανδρή, Κασάπη κλπ με προπονητή πάλι τον Ντούσκο.
Και μετά ήρθε η «προδοσία». Ο Μπάγεβιτς, που είχε αγαπηθεί παράφορα από τους ΑΕΚτζήδες φεύγει το 1996 για τον Ολυμπιακό, αφού είχαν προηγηθεί κρυφές συνεννοήσεις, ενώ ακόμα ήταν προπονητής στην ΑΕΚ. Αυτή η κίνηση του Μπάγεβιτς ουδέποτε συγχωρέθηκε από τους ΑΕΚτζήδες και μάλιστα τότε συνέβησαν ακρότατες εκδηλώσεις εναντίον του. Όμως αυτά έχουν οι μεγάλες αγάπες. Οι χωρισμοί σε τέτοιους δεσμούς είναι συνήθως θυελλώδεις. Την καλύτερη εκδίκηση η ΑΕΚ την πήρε μέσω ενός δικού της παιδιού, του Ντέμη Νικολαΐδη, ο οποίος μόλις είχε έρθει στην ΑΕΚ και όποτε εύρισκε στο δρόμο του τον Ολυμπιακό «κάρφωνε» για πλάκα καναδυό γκολ παίζοντας κάθε φορά αφιονισμένα. Με λίγα λόγια, ο Ντέμης έτρωγε το «πιάτο» του κρύο και μαζί με αυτόν και όλοι εμείς.
Έκτοτε το ενδιαφέρον μου χρόνο με το χρόνο μειωνόταν σταδιακά. Όχι μόνο για την ΑΕΚ, γενικά για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Εννοείται, ότι παρακολουθούσα μεν την ΑΕΚ, αλλά εκ του μακρόθεν. Συνέπεσε και η μακρά περίοδος των προβλημάτων της ομάδας σε αγωνιστικό, διοικητικό και οικονομικό επίπεδο. Όμως η αγάπη μου για την ΑΕΚ δεν έσβησε ποτέ. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού υπάρχουν όλες αυτές οι μνήμες, που σας εξιστορώ.
Μάλιστα αυτές οι μνήμες ήρθαν και με βρήκαν κατακέφαλα σε μια ανύποπτη στιγμή. Πριν από 4-5 χρόνια, είχα πάει με τη γυναίκα μου να δούμε την ταινία «1968» του Τάσου Μπουλμέτη, που αφηγείτο ένα μέρος της ιστορίας της ΑΕΚ. Περιττό να σας πω, ότι ήταν αδύνατον να κρατήσω τα δάκρυά μου σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της ταινίας. Δάκρυ κορόμηλο, όχι αστεία. Δεν το συνηθίζω, αλλά φαίνεται, ότι γερνάω και μάλλον συγκινούμαι πιο εύκολα πια. Μάταια προσπάθησα να κρυφτώ από τη γυναίκα μου. Ευτυχώς έδειξε κατανόηση. Φαντάζομαι θα σκέφτηκε, ότι οι άντρες αντιδρούν πάντα σαν παιδιά, όταν πρόκειται για την μπάλα.
Σταματώ εδώ. Ίσως σας κούρασα, αλλά αυτή είναι η δική μου ΑΕΚ. Αν έχουν ενοχληθεί, ζητώ συγγνώμη από τους φίλους των άλλων ομάδων, τις οποίες σέβομαι απεριόριστα, αλλά το κείμενο είναι βιωματικό.
ΥΓ 1: Θα πρέπει να αποδώσουμε την τιμή, που πρέπει στον Μελισσανίδη, διότι αυτός πάλεψε ενάντια σε θεούς και δαίμονες για να φτιαχτεί το νέο γήπεδο, εκεί στον ιστορικό χώρο, όπου ήταν και το παλιό γήπεδο της ΑΕΚ. Αν έχουμε λίγη μπέσα, όλοι οι ΑΕΚτζήδες του «χρωστάμε» κατιτίς.
ΥΓ2: Σας προτρέπω να δείτε ή να ξαναδείτε οπωσδήποτε την ταινία «Πολίτικη κουζίνα» και πάλι του Τάσου Μπουλμέτη, ώστε να πάρετε μια μυρουδιά για την σχετικά πρόσφατη ιστορία των αδελφών μας από την Κωνσταντινούπολη. Δεν αναφέρεται στην ΑΕΚ, απλώς είναι μια θαυμάσια ταινία για την Πόλη και τους Πολίτες με τις σωστές δόσεις χιούμορ και συγκίνησης.
Να και το βασικό τραγούδι από την ταινία «Πολίτικη κουζίνα». Εξαιρετική μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα και μια διαφορετική Νατάσα Θεοδωρίδου.