Πρόσφατα βρέθηκα για καφέ στη γειτονιά των παιδικών μου χρόνων στη Ν. Φιλαδέλφεια. Είχαν περάσει κάμποσα χρόνια από την τελευταία φορά, που είχα περάσει από εκεί. Ψάχνοντας να παρκάρω ο δρόμος μ΄ έβγαλε μπροστά από το σχολείο, στο οποίο πήγαινα δημοτικό κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Τον προηγούμενο αιώνα δηλαδή.
Το κτίριο τώρα είναι εντελώς διαφορετικό από το παλιό, το οποίο είχε «πληγωθεί» βαριά από το σεισμό του 1999 και είχε κατεδαφιστεί. Εννοείται, ότι πάρκαρα όπως-όπως και περπάτησα μέχρι τον περίβολο. Κοίταξα μέσα από την καγκελόπορτα. Το καινούργιο σχολείο πληροί όλες τις προδιαγραφές της σύγχρονης παιδαγωγικής: funky χρώματα στους τοίχους, διακοσμητικά παραπετάσματα ατάκτως τοποθετημένα εδώ και κει στο προαύλιο, γηπεδάκι μπάσκετ στην άκρη αριστερά και καλαίσθητα παρτέρια all over the place. Σε σχέση με τα συνήθη δημόσια σχολεία – δεν μπορώ να πω – φαίνεται…λουξ.
Όμως εγώ αγαπούσα το παλιό μου σχολείο και ας ήταν –πως να το πω – λιτό και στην κυριολεξία…παλιό. Είχε κτιστεί το μακρινό 1927 με δωρεά της οικογένειας Σπαθάρη για τα παιδιά των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής. Ενώ λοιπόν κοιτάζω μέσα από τα κάγκελα, ξαφνικά με κάποιο μαγικό τρόπο, όπως συμβαίνει στο σινεμά, χάνεται το καινούργιο σχολείο και αχνοφαίνεται το παλιό μου σχολείο.
Σιγά σιγά το βλέπω μπροστά μου να έχει πάρει «σάρκα και οστά» και να στέκεται αγέρωχο, όπως τότε. Τα δάκρυα θολώνουν τα μάτια μου, αλλά εγώ το βλέπω πια καθαρά: μακρόστενο διώροφο με κεραμοσκεπή, μεγάλη πόρτα εισόδου στο ισόγειο, μπαλκόνι στη μέση του πρώτου ορόφου έξω από το γραφείο του διευθυντή και 5-6 μεγάλα παράθυρα σε συμμετρία, που αντιστοιχούσαν στις μπροστινές αίθουσες. Βλέπω τις δασκάλες και τους δασκάλους μου, το μεγάλο άπλετο προαύλιο, τα παρτέρια με τα λουλούδια στην εσωτερική περίμετρο, τις αίθουσες, τα θρανία, το μαυροπίνακα.
«Ρε φίλε» λέω στον εαυτό μου, «μάλλον δεν θα ‘σαι καλά». Μυρίζω τη γομολάστιχα, το μολύβι, το χαρτί, μέχρι και το κολατσιό. Ακούω τις φωνές των παιδιών, που παίζουν στο διάλειμμα. Εστιάζω και αρχίζω να διακρίνω τον έναν μετά τον άλλον την αδελφή μου και τους φίλους μου, όπως ήταν τότε, να τρέχουν «σφεντόνα» πέρα δώθε.
Ανάμεσα στα παιδιά βλέπω και μένα μικρό, λεπτούλη, αεικίνητο και με σπιρτάδα στο βλέμμα να πλακώνομαι με κάποιον συμμαθητή μου, που μου ‘κανε το μάγκα και αμέσως μετά να κυνηγάω (ως συνήθως) τη μπάλα, να βάζω γκολ και να πανηγυρίζω χοροπηδώντας με υψωμένες τις γροθιές. Οι αναμνήσεις πια έρχονται σε ρυθμό πολυβόλου. Δέχομαι καταιγισμό «πυρών». Στιγμές αγωνίας vs στιγμές ξεγνοιασιάς, τιμωρίες, γέλια και κλάματα.
Με έχει ρουφήξει η χρονομηχανή και ξαφνικά…ένα τσαφ και επανέρχομαι απότομα στο εδώ και στο τώρα. Χτυπάει το κινητό μου. Είναι η παρέα μου, που έχουμε ραντεβού για καφέ και με ψάχνει. «Που είσαι ρε συ, σε περιμένουμε» ακούω. «Σε ταξίδι» απαντώ «αλλά επέστρεψα και έρχομαι».
Που είχα πάει; Στη μοναδική πατρίδα ολονών μας. Στα παιδικά μας χρόνια.
Σας αποχαιρετώ με το τραγουδάκι της ημέρας από τα ‘70s και τους “AVERAGE WHITE BAND” – Pick up the pieces.