Όταν μιλάμε για την ευρωπαϊκή μεσαιωνική κουζίνα, αναφερόμαστε στη διατροφή και τις μαγειρικές συνήθειες τον 5ο έως τον 15ο αιώνα. Το φαγητό ήταν μια εμμονή για τη μεσαιωνική κοινωνία, αλλά η πλειονότητα του πληθυσμού, που αποτελούνταν από δουλοπάροικους έπρεπε να είναι ικανοποιημένοι με ελάχιστα.
Η εξάρτηση από τα δημητριακά
Η κουζίνα του Μεσαίωνα εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τα δημητριακά, όπως η σίκαλη, το κριθάρι, το φαγόπυρο, το κεχρί και η βρώμη. Μέχρι και τα τρία τέταρτα της διατροφής τους βασίζονταν σε αυτά. Τα κύρια φαγητά τους ήταν ο χυλός σε συνδυασμό με ό,τι υπήρχε στη φύση όπως λάχανο, παντζάρια, κρεμμύδια, σκόρδο, καρότα κ.λ.π. Το σιτάρι προοριζόταν για τους πλούσιους. Το ρύζι και οι πατάτες εισήχθησαν αργότερα και έγιναν ευρέως διαδεδομένα μετά τη δεκαετία του 1530. Στα τέλη του Μεσαίωνα, αναπτύχθηκε ένας τύπος πιο εκλεπτυσμένης μαγειρικής, θέτοντας πρότυπα για τους ευγενείς σε όλη την Ευρώπη. Αυτή η αλλαγή εισήγαγε μεταξύ άλλων αμύγδαλα, μαύρο πιπέρι, σαφράν, τζίντζερ, κρασί και ξύδι.
Η επιρροή της Εκκλησίας
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είχε μεγάλη επιρροή στις διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων. Για παράδειγμα, στους περισσότερους Χριστιανούς απαγορεύτηκε να τρώνε κρέας για το ένα τρίτο του χρόνου. Οι γιορτές συνήθως εναλλάσσονταν με περιόδους νηστείας, σε μια προσπάθεια να διδαχθεί η αυτοσυγκράτηση μέσω της αποχής.
Κουζίνα και κοινωνική τάξη
Το φαγητό ήταν ένας σημαντικός δείκτης της κοινωνικής θέσης. Οι ευγενείς δειπνούσαν με φρέσκα τρόφιμα καρυκευμένα με εξωτικά μπαχαρικά, ενώ οι σκληρά εργαζόμενοι εργάτες με κριθαρένιο ψωμί και φασόλια. Οι μεσαιωνικές κοινωνικές ελίτ έδιναν μεγάλη προσοχή στο φαγητό όχι μόνο για ευχαρίστηση αλλά και για να εκφράσουν τον πλούτο και την κοινωνική τους θέση. Οι ευγενείς και οι πλούσιοι έτρωγαν ποικιλία φαγητών με σπάνια και ακριβά συστατικά, διάφορα μπαχαρικά όπως πιπέρι και κανέλα, ενώ ακόμη και το αλάτι ήταν συνήθως προσιτό μόνο στα πλούσια άτομα.
Το φαγητό ως σύμβολο κοινωνικού στάτους
Το φαγητό θεωρούνταν σύμβολο καθεστώτος και τα μεσαιωνικά συμπόσια, που διοργανώνονταν σε ειδικές περιστάσεις όπως γιορτές, γάμοι κλπ, ήταν καλύτερη απόδειξη. Τα συμπόσια καθόριζαν επίσης και την κοινωνική θέση κάθε καλεσμένου ανάλογα από τη θέση του στο τραπέζι. Οι επισκέπτες που κατατάσσονταν χαμηλότερα στην κοινωνική ιεραρχία σερβίρονταν με λιγότερο εκλεκτά φαγητά. Πίστευαν επίσης, ότι ένας άρχοντας είχε ένα πιο εκλεπτυσμένο πεπτικό σύστημα από έναν υφιστάμενο του.
Ενώ πριν, ολόκληρο το νοικοκυριό θα δειπνούσε μαζί, συμπεριλαμβανομένων των υπηρετών, προς το τέλος του Μεσαίωνα, οι πλούσιοι οικοδεσπότες αποσύρθηκαν σε ιδιωτικούς θαλάμους για να απολαύσουν τα γεύματά τους με μεγαλύτερη ιδιωτικότητα. Το να προσκληθείς στις ιδιωτικές αίθουσες ενός άρχοντα ήταν προνόμιο και ανταμοιβή για φίλους και συμμάχους. Ωστόσο, στις μεγάλες εκδηλώσεις και τα συμπόσια οι οικοδεσπότες, γενικά δειπνούσαν στη μεγάλη αίθουσα μαζί με τους υπόλοιπους.
Σερβίρισμα και κατανάλωση φαγητού
Η λαιμαργία- και για φαγητό αλλά και ποτό- ήταν πολύ χαρακτηριστική για τους μεσαιωνικούς ευγενείς καθώς και για τους κληρικούς της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, οι οποίοι και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των μεσαιωνικών αμπελώνων. Η απόλαυση ενός καλού γεύματος ήταν κυρίως ανδρική υπόθεση και οι γυναίκες έτειναν να συμμετάσχουν στο δείπνο μόνο αφού είχε ολοκληρωθεί η προετοιμασία και το σερβίρισμα του φαγητού.
Το φαγητό σερβίρονταν σε μεγάλες πιατέλες ή σε κατσαρόλες. Οι συνδαιτημόνες έπαιρναν το μερίδιό τους και το τοποθετούσαν σε φέτες από μπαγιάτικο ψωμί ή σε κομμάτια από ξύλο ή κασσίτερο, χρησιμοποιώντας είτε ένα κουτάλι είτε τα γυμνά τους χέρια. Τα φτωχότερα νοικοκυριά έτρωγαν κατευθείαν από το τραπέζι και με τα χέρια. Τα πιρούνια δεν ήταν πραγματικά σε χρήση κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους.
Τέλος, αξιοσημείωτες αλλαγές στη μεσαιωνική προετοιμασία και μαγειρική, σημειώθηκαν την περίοδο των Σταυροφοριών, όταν οι Ευρωπαίοι ήρθαν σε επαφή με την κουζίνα της Μέσης Ανατολής και της Μεσογείου. Ωστόσο, η μεγαλύτερη αλλαγή στη μεσαιωνική κουζίνα σημειώθηκε μετά την άνοδο της αστικής τάξης, ενώ τα πρώτα βιβλία μαγειρικής εκδόθηκαν στη Δανία στα μέσα του 13ου αιώνα και διαδόθηκαν ευρέως στη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία τον 14ο και 15ο αιώνα.