Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν χοντρικά τρεις κατηγορίες ποδοσφαιριστών σε παγκόσμιο επίπεδο από «γεννήσεως» ποδοσφαίρου. Η κατηγορία των μέτριων έως καλών ποδοσφαιριστών, που αριθμεί κάποια εκατομμύρια ποδοσφαιριστές.
Ακολουθεί η κατηγορία των πολύ καλών έως εξαιρετικών ποδοσφαιριστών, αυτών που τους λέμε παιχταράδες και περιλαμβάνει λίγες χιλιάδες ποδοσφαιριστές σε ολόκληρο το κόσμο, ας πούμε πρόχειρα 1.000-1.200 περιπτώσεις, όπως ο Πούσκας, ο ΝτιΣτέφανο, ο Κρόιφ, ο Μπεκενμπάουερ, ο Τζώρτζ Μπεστ, ο ΒανΜπάστεν, ο Ρονάλντο (Βραζιλιάνος), ο Ρονάλντο (Πορτογάλος), ο Μπουφόν, ο Μπάτζιο, ο Χατζηπαναγής, ο Πλατινί, ο Ροναλντίνιο, ο Λεβαντόφσκι, ο Ζιντάν και αρκετοί άλλοι.
Τέλος, υπάρχει και η υψηλή κατηγορία της ποδοσφαιρικής ιδιοφυίας, δηλαδή ένα private club, στο οποίο ανήκουν ελάχιστες περιπτώσεις ποδοσφαιριστών από την αρχή της καταγραμμένης ιστορίας του ποδοσφαίρου μέχρι σήμερα. Εδώ – κατά την ταπεινή μου γνώμη – υπάρχουν μόνο ο Πελέ, ο Μαραντόνα και ο Μέσι.
Πελέ
Ο Πελέ είναι ο παλιότερος από τους τρεις και γι’ αυτό ίσως λίγο αδικημένος σήμερα, διότι τα κατορθώματά του αργοσβήνουν πια από τη συλλογική μνήμη των ποδοσφαιρόφιλων. Τα θυμούνται πολύ καλά και για το λόγο αυτό τον θεωρούν τον καλύτερο όλων, αυτοί που βρίσκονται σήμερα σε ηλικίες από 60-65 και άνω.
Όμως ο Πελέ ήταν κάτι εντελώς ξεχωριστό στην εποχή του, δηλαδή από τα τέλη της δεκαετίας του ‘50 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Η ιδιοφυία του ήταν εμφανής από πολύ νωρίς με αποτέλεσμα σε ηλικία μόλις 17 χρονών (!) να κληθεί στην εθνική Βραζιλίας για το Μουντιάλ του 1958 στη Σουηδία. Άλλοι σε αυτή την ηλικία δυσκολεύονται να περπατήσουν απλά στο χορτάρι του γηπέδου, ενώ αυτός έπαιξε εξαιρετικά και έβαλε τότε 5 συνολικά γκολ επιτυγχάνοντας μάλιστα χατ τρικ εναντίον της Γαλλίας και άλλα 2 γκολ στον τελικό με τη Σουηδία κατακτώντας η Βραζιλία το παγκόσμιο κύπελλο του 1958.
Η ιδιοφυία του όμως έλαμψε εκτυφλωτικά στο Μουντιάλ του 1970 στο Μεξικό, όπου στην πλήρη ωριμότητα του έκανε πράγματα και θαύματα. Τακουνάκια, ψαλιδάκια, ντρίμπλες, γκολ και τελικά η Βραζιλία κατέκτησε και αυτό το παγκόσμιο κύπελλο. Όμως μια φάση θα μείνει για πάντα στη μνήμη όλων των ποδοσφαιρόφιλων από το Μουντιάλ του 1970. Είναι η φάση, που έγινε στον αγώνα της Βραζιλίας εναντίον της Ουρουγουάης. Τι σημασία έχει, αν τελικά δεν μπήκε γκολ. Και μόνο το θέαμα και η στιγμιαία έμπνευση του Πελέ αρκεί.
http://www.youtube.com/watch?v=-UzRsvCsC4c
Μαραντόνα
Πάμε τώρα στην άλλη ποδοσφαιρική ιδιοφυία, τον Μαραντόνα. Αυτός γεννήθηκε μέσα στη ανέχεια των πάμφτωχων συνοικιών του Μπουένος Άιρες, όπου η μαγκιά και η δύναμη ήταν απαραίτητα στοιχεία για να επιβιώσει ένας πιτσιρικάς όχι μόνο μέσα στην κοινωνία, αλλά και στο γήπεδο.
Έτσι λοιπόν εκείνο το παιδάκι της δεκαετίας του ’70 έμαθε τα μυστικά της μπάλας στις λασπωμένες αλάνες και άρχισε να «βγάζει» μάτια με τις περίτεχνες ενέργειές του σε συνδυασμό με το τσαμπουκά του. Ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά διατήρησε και αργότερα, όταν έγινε διάσημος ποδοσφαιριστής.
Στην πρώτη του μεγάλη μεταγραφή στη Μπαρτσελόνα δεν πρόλαβε να δείξει πολλά πράγματα, διότι το 1983 τον πρόλαβε η «τσεκουριά» του Γκοϊκοετσέα, που του έσπασε το πόδι. Και ενώ θα περίμενε κανείς, ότι αυτός ο σκληρός τραυματισμός θα κατέστρεφε ή έστω θα περιόριζε την καριέρα του Ντιέγκο, αυτός αντιθέτως επανήλθε ακμαίος, αλλά κάποια στιγμή ξύπνησε μέσα του ο τσαμπουκαλεμένος πιτσιρικάς από τις αλάνες του Μπουένος Άιρες, με αποτέλεσμα να πλακωθεί στα “κλωτσομπουνίδια” με 2-3 αντιπάλους σε έναν αγώνα με την Αθλέτικ Μπιλμπάο. Μετά από αυτό το γεγονός του δείξανε το δρόμο προς την έξοδο, καθώς αυτές οι συμπεριφορές δεν ταίριαζαν με τη φιλοσοφία της Μπαρτσελόνα.
Τελικά, ο Μαραντόνα σε μια δύσκολη περίοδο της καριέρας του υπέγραψε συμβόλαιο το 1984 στην καταφρονεμένη Νάπολι, η οποία ήταν μια μικρομεσαία ομάδα στην Ιταλία, που δεν είχε κερδίσει ποτέ μέχρι τότε το πρωτάθλημα. Όμως ο Μαραντόνα απέδειξε, ότι επρόκειτο για μια special περίπτωση ποδοσφαιριστή, καθώς κατόρθωσε το 1986-87 να κερδίσει το ντάμπλ στην Ιταλία μπαίνοντας «σφήνα» ανάμεσα στη Γιουβέντους και στη Μίλαν.
Αυτή η επιτυχία οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στον Μαραντόνα, ο οποίος έκανε εξωφρενικά πράγματα μέσα στο γήπεδο. Μπορούσε να ντριμπλάρει με δεκάδες τρόπους οποιονδήποτε αντίπαλο έβρισκε μπροστά του, άντεχε στα πολύ σκληρά μαρκαρίσματα, έβαζε τρομερά γκολ με τον πιο απίθανο τρόπο (και από το κόρνερ) και βεβαίως δεν ξεχνιούνται τα εκπληκτικά γκολ με εκτέλεση φάουλ έξω από την αντίπαλη περιοχή περνώντας την μπάλα πάνω από το τείχος με χαρακτηριστική ευκολία.
Τα ποσοστά επιτυχίας σ’ αυτά τα φάουλ ήταν τόσο υψηλά, που χαριτολογώντας θα λέγαμε, ότι έμοιαζαν με εκτελέσεις πέναλτι. Επίσης, η Νάπολι με ηγέτη τον Μαραντόνα κέρδισε ακόμη ένα πρωτάθλημα το 1989-90 και ένα κύπελλο ΟΥΕΦΑ (τώρα λέγεται Γιουρόπα Λίγκ) το 1988-89. Έκτοτε η Νάπολι επέστρεψε στη μετριότητα.
Όμως η ιδιοφυία του Ντιέγκο έλαμψε στο Μουντιάλ του 1986 στο Μεξικό, όπου η Αργεντινή κέρδισε το δεύτερο της παγκόσμιο κύπελλο με οδηγό αυτόν κερδίζοντας 3-2 τη Γερμανία σ’ έναν από τους καλύτερους τελικούς όλων των Μουντιάλ. Όμως στη μνήμη των ποδοσφαιρόφιλων έχει μείνει ο προημιτελικός με την Αγγλία, στον οποίο η Αργεντινή νίκησε με 2-1 και ο Μαραντόνα έβαλε 2 γκολ: Το ένα με το χέρι, το γνωστό «χέρι του θεού» και το άλλο, που ξεκινάει από το κέντρο του γηπέδου, περνάει όποιον βρίσκει μπροστά του (5-6 αντιπάλους και τον τερματοφύλακα) βάζοντας το «γκολ του αιώνα» σύμφωνα με ψηφοφορία της FIFA.
Μέσι
Τέλος, ο Μέσι είναι μια ειδική περίπτωση ποδοσφαιριστή. Παρ’ ότι προέρχεται από μια φτωχική οικογένεια του Ροζάριο, μιας εργατούπολης της Αργεντινής, εντούτοις δεν έμαθε τη μπάλα στις αλάνες. Εντάχθηκε νωρίς στην παιδική ομάδα της Νιούελς Όλντ Μπόυς, όπου έπαιξε για 1-2 χρόνια.
Τότε διαγνώσθηκε, ότι έπασχε από μια ορμονική διαταραχή με αποτέλεσμα να έχει πρόβλημα στη φυσιολογική του ανάπτυξη. Στην ηλικία των 10 ετών είχε ύψος μόνο 1,10 εκατοστά με κίνδυνο μεγαλώνοντας να μη ξεπεράσει ποτέ τα 1,50 εκατοστά. Η οικογένειά του δεν μπορούσε να καλύψει τα έξοδα της απαραίτητης ορμονοθεραπείας.
Εκεί εμφανίσθηκε ως από μηχανής θεός η Μπαρτσελόνα, η οποία το 2000 πήρε τον μικρό Λιονέλ σε ηλικία 13 ετών στην παιδική της ομάδα, τη θρυλική Μασία, καλύπτοντας τα έξοδα θεραπείας. Το 2004 ανέβηκε στην πρώτη ομάδα και άρχισε να δείχνει τα πρώτα δείγματα του ταλέντου του. Η εξέλιξή του ήταν σταθερά ανοδική. Μέσα στο γήπεδο μπορούσε και μπορεί να κάνει τα πάντα με εξαιρετικό τρόπο. Ντριμπλάρει όποιον θέλει με δεκάδες διαφορετικούς τρόπους, αλλάζει ξαφνικά κατεύθυνση ή επιταχύνει με τη μπάλα στα πόδια ανάλογα με τα «εμπόδια» που συναντάει στο δρόμο του, προσποιείται διάφορες κινήσεις ενώ ταυτοχρόνως συνεχίζει την πορεία που έχει επιλέξει, έχει μοιράσει χιλιάδες ασίστ, ενώ παράλληλα έχει τρομερή έφεση στο γκολ, εκτελεί φάουλ έξω από την αντίπαλη περιοχή σαν να είναι πέναλτι, όπως ο Μαραντόνα με τον οποίο συχνά τον συγκρίνουν. Και δικαιολογημένα.
Είναι τόσο «φωτισμένος» μες το χορτάρι σε σχέση με τους υπόλοιπους, που ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες το γάλα, όπως άλλωστε ο Πελέ και ο Μαραντόνα στη δική τους εποχή. Αλλά πέρα από το θέαμα, που προσφέρει είναι και εξαιρετικά αποτελεσματικός. Οι διακρίσεις του και τα στατιστικά του είναι τρομακτικά π.χ. περίπου 800 γκολ και 350 ασιστ!
Πέρυσι η Αργεντινή κατέκτησε το Κόπα Αμέρικα (ύστερα από 28 ολόκληρα χρόνια) με μπροστάρη τον Μέσι. Αυτό που του έλειπε πια ήταν ένα παγκόσμιο κύπελλο με την Αργεντινή, το οποίο τελικά κατέκτησε προ λίγων ωρών σηκώνοντας την κούπα στο Κατάρ. Αυτό το πέτυχε, γιατί φέτος ήταν διαφορετικός από τα προηγούμενα παγκόσμια κύπελλα, όπου ήταν υποτονικός. Φέτος «γυάλιζε» το μάτι του, έδειχνε φανατισμένος υιοθετώντας συχνά τη γνωστή «βρώμικη» (με την…καλή έννοια) συμπεριφορά των λατινοαμερικάνων μες το γήπεδο.
Ταυτοχρόνως όμως έπαιξε και μπάλα, όπως αυτός ξέρει καλά. Τώρα που το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει βασιζόμενο όλο και περισσότερο στα αυστηρά συστήματα των προπονητών, είναι δώρο από τον Θεό να βλέπεις αυτόν τον κοντούλη να παίζει μπάλα με τόση φαντασία και να μας θυμίζει, ότι το ποδόσφαιρο των επινοήσεων και της υψηλής τεχνικής είναι βάλσαμο για μας τους «άρρωστους» ποδοσφαιρόφιλους.