Tο πλήθος έκανε ξανά ησυχία.
«Κυρίες και κύριοι», είπε ο λοχαγός με φωνή αργή, σιγανή και λίγο κουρασμένη, «έχετε πέντε λεπτά για να διαλυθείτε».
Τα σφυρίγματα και οι φωνές διπλασιάστηκαν και έπνιξαν το σάλπισμα που ανάγγελλε την έναρξη της διορίας. Κανένας δεν κουνήθηκε.
«Έχουν περάσει πέντε λεπτά», είπε ο λοχαγός στον ίδιο τόνο. «Ένα λεπτό ακόμα, και θ’ ανοίξουμε πυρ». […] ο Χοσέ Αρκάδιο Σεγούδο ορθώθηκε πάνω από τα κεφάλια που είχε μπροστά του και, για πρώτη φορά στη ζωή του, ύψωσε τη φωνή του: «Ρουφιάνοι», φώναξε. «Σας το χαρίζουμε το λεπτό που μας μένει».
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Εκατό Χρόνια Μοναξιάς
Έτσι ξεκινάει η μεγάλη σφαγή στο Μακόντο, τη φανταστική πόλη στο περίφημο μυθιστόρημα του Μάρκες, Εκατό Χρόνια Μοναξιά. Κι όμως, μέσα σε αυτή τη σουρεαλιστική αφήγηση των περιπετειών της οικογένειας Μπουενδία κρύβονται ψήγματα πραγματικών γεγονότων. Το μακελειό στο Μακόντο βασίζεται σε ένα τέτοιο αληθινό περιστατικό: τη σφαγή της Ciénaga, ή αλλιώς σφαγή της μπανάνας.
Η αυτοκρατορία της United Fruit Company και οι «δημοκρατίες της μπανάνας»
Στις αρχές του περασμένου αιώνα η United Fruit Company, μια εταιρεία που ιδρύθηκε το 1899 από αμερικανούς επιχειρηματίες, απέκτησε στην κατοχή της τεράστιες εκτάσεις εύφορης γης στην κεντρική Αμερική, που χρησιμοποίησε για την καλλιέργεια μπανάνας. Σύντομα είχε εξαπλωθεί στις Δυτικές Ινδίες και στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική. Κατασκευάστηκαν εκατοντάδες χιλιόμετρα οδικών και σιδηροδρομικών γραμμών, εμπορικοί κόμβοι, λιμάνια· αξιωματούχοι και πολιτικοί χρηματίστηκαν και εξαγοράστηκαν. Μέχρι το 1920, η εταιρεία-κολοσσός είχε αποκτήσει το μονοπώλιο στην περιοχή και την δύναμη να ανεβάζει και να κατεβάζει κυβερνήσεις ανάλογα με τα συμφέροντά της, εξού και ο όρος «δημοκρατίες της μπανάνας».
Τα αιτήματα των εργατών
Για την καλλιέργεια των φυτειών επιστρατεύτηκαν οι τοπικοί πληθυσμοί. Κάτοικοι χωριών -πολλές φορές και ολόκληρων πόλεων- εργάζονταν κάτω από αντίξοες συνθήκες, με μισθούς πείνας και ανύπαρκτη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Δούλευαν από τις έξι το πρωί μέχρι τις έντεκα και μετά από τη μία το μεσημέρι έως τις έξι. Η United Fruit Company χρησιμοποιούσε τοπικούς εργολάβους, οι οποίοι κρατούσαν μέχρι και το τριάντα τοις εκατό από τους μισθούς των εργατών, ενώ πολύ συχνά αντί χρημάτων, πλήρωναν με κουπόνια τα οποία μπορούσαν να εξαργυρώσουν μόνο από επιχειρήσεις που υπάγονταν στη United Fruit Company.
Στις 6 Οκτωβρίου 1928, οι εργάτες του γεωγραφικού διαμερίσματος Magdalena στην Κολομβία αποφάσισαν να προχωρήσουν σε απεργία κι εξέδωσαν στην United Fruit Company μια λίστα με τα αιτήματά τους. Την πρώτη μέρα της απεργίας, ο διοικητής των ενόπλων δυνάμεων της Κολομβίας διόρισε τον στρατηγό Κάρλος Κορτές Βάργκας ως στρατιωτικό αρχηγό της Σάντα Μάρτα. Τη δεύτερη μέρα, ο Κορτές Βάργκας βρέθηκε στη Ciénaga με ένα τάγμα. Οι άντρες που επάνδρωναν το τάγμα προέρχονταν από διαφορετικό γεωγραφικό διαμέρισμα, έτσι ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο συγγένειας μεταξύ των στρατιωτών και των εργατών.
Η απεργία διήρκεσε δύο μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων η περιοχή της Μαγδαλένα απομονώθηκε και κάθε επαφή με τον έξω κόσμο διακόπηκε. Οι εργάτες σε καθεστώς λαϊκής κυριαρχίας, αντιστέκονταν στον βρώμικο πόλεμο της εταιρείας, προσπαθώντας, συγχρόνως, να οργανωθούν καλύτερα.
Λέγεται χαρακτηριστικά πως, όταν οι στρατιώτες ρώτησαν μια ομάδα απεργών εργατών ποιος ήταν υπεύθυνος, εκείνοι απάντησαν προκλητικά ότι ήταν όλοι υπεύθυνοι («todos éramos jefes»). Η πίεση της εταιρείας προς την κυβέρνηση της Κολομβίας για ένοπλη επίλυση της κατάστασης εντάθηκε καθώς ήταν ξεκάθαρο ότι οι απεργοί δεν θα υποχωρούσαν.
Η σφαγή της Ciénaga
Στις 5 Δεκεμβρίου, οι εργάτες έλαβαν είδηση ότι ο κυβερνήτης της Magdalena τους είχε καλέσει στη Ciénaga για να διευθετήσουν τα αιτήματά τους.
Άρχισαν να μαζεύονται εκεί κατά χιλιάδες, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Όταν κατάλαβαν ότι ο κυβερνήτης δεν θα εμφανιζόταν, εξοργίστηκαν. Όλα έδειχναν ότι αυτό που ξεκίνησε σαν μια ειρηνική συγκέντρωση θα εξελισσόταν σε βίαιη διαμαρτυρία. Οι απεργοί αρνήθηκαν να διαλυθούν και αποφάσισαν να παραμείνουν το βράδυ στην πλατεία.
Στα απομνημονεύματά του, ο στρατηγός Κορτές Βάργκας αφηγείται πως κατά τη διάρκεια της τελευταίας στιγμής, οι εργάτες φώναζαν: «Λαέ, διαλυθείτε, θα ανοίξουμε πυρ!». «Σας το χαρίζουμε το υπόλοιπο λεπτό!», υψώθηκε μια φωνή μέσα από την αναταραχή. Είχαν συμμορφωθεί με τον ποινικό κώδικα. Το τελευταίο σάλπισμα ακούστηκε. Το πλήθος φαινόταν κολλημένο στο έδαφος. Ήταν απαραίτητο να συμμορφωθούμε με το νόμο και έκαναν αυτό ακριβώς: “Ανοίξτε πυρ!!” φώναξαν. Αυτό που ακολούθησε ήταν ένα πανδαιμόνιο, καθώς οι στρατιώτες πυροβολούσαν αδιακρίτως το πλήθος.
Αδιαμφισβήτητα υπήρξαν απώλειες από την πλευρά των εργατών, αλλά οι απόψεις διίστανται, Οι απεργοί επέμεναν ότι ο στρατός σκότωσε εκατοντάδες απεργούς εκείνο το βράδυ, αλλά όταν ξέσπασε το φως της ημέρας, μόλις εννέα πτώματα κείτονταν στην πλατεία. Η Josefa María, η οποία εργαζόταν στην Ciénaga, σημείωσε ότι ο στρατός είχε αφήσει σκόπιμα κάθε ένα από αυτά τα πτώματα ως σύμβολο: «Είχαν αφήσει μόνο εννέα πτώματα, ίσα με τα εννέα αιτήματα που έκαναν οι εργάτες». Μετέπειτα εκτιμήσεις ιστορικών τοποθετούν τον αριθμό των νεκρών σε 47 εκείνο το βράδυ και έως 2.000 τις επόμενες εβδομάδες, καθώς τα επεισόδια κλιμακώθηκαν σε όλη τη Magdalena.
Επίλογος
Αν και η σφαγή έγινε το 1928, 20 χρόνια πριν ξεκινήσει η «La Violencia» -η εμφύλια σύγκρουση μεταξύ του συντηρητικού και του φιλελεύθερου κόμματος- το γεγονός θεωρείται ως προπομπός της. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν ικανοποιημένες με τα μέτρα που έλαβε ο Πρόεδρος Mendez και μείωσαν την υποστήριξη προς την κυβέρνησή του. Το μακελειό επεσήμανε ο Χόρχε Ελιέσερ Γκαϊτάν, ο ηγέτης του Φιλελεύθερου Κόμματος, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του για την προεδρία.
Το καθεστώς του σημαδεύτηκε από συγκρούσεις μεταξύ εξτρεμιστών τόσο αριστερών όσο και δεξιών και η δολοφονία του κατά τη δεύτερη εκστρατεία του για να φτάσει στην εκτελεστική εξουσία, οδήγησε στην ανάπτυξη των Επαναστατικών Ενόπλων Δυνάμεων της Κολομβίας (FARC) και των «La Violencia» και «Bogotazo», σηματοδοτώντας την έναρξη ενός αέναου κύκλου βίας και αίματος.
Μέχρι τη δεκαετία του 1970, η United Fruit Company είχε αποσυρθεί από τη Νότια Αμερική. Χρόνια αργότερα, επιβαρυμένη από την εικόνα της, η εταιρεία άλλαξε το όνομά της σε Chiquita Brands. Τον Μάρτιο του 2007, η εταιρεία ομολόγησε την ενοχή της σε κατηγορίες για χρηματοδότηση γνωστών τρομοκρατικών ομάδων όπως οι Αμυντικές Δυνάμεις της Κολομβίας.
Πηγές: visualizingtheamericas.utm.utoronto.ca, www.mic.com, steemit.com