Σύμφωνα με το ετυμολογικό λεξικό του Μπαμπινιώτη: η λέξη προέρχεται από το τσόλι που σημαίνει κουρέλι, παλιόρουχο. “Φαίνεται ότι η λέξη είχε αποδοθεί μειωτικά στους κλέφτες και τους αρματολούς (από τους Τούρκους) επειδή η φουστανέλα ήταν ραμμένη από πολλά μικρά κομμάτια υφάσματος».
Οι ρίζες της λέξης
Η ρίζα της είναι τουρκική με απώτερες αραβικές ρίζες. Η λέξη τσολιάς προέρχεται από την τουρκική λέξη çul» (τσολ) και αυτή με τη σειρά της από το αραβικό cull, την κουβέρτα που ρίχνουμε στα άλογα για να μην κρυώνουν.
Υπάρχει και η άποψη, ότι η λέξη είναι αλβανικής προέλευσης, από το αλβανικό «çoljatë» που σήμαινε «νεαροί» και «παλικάρια» στην γέγκικη αλβανική διάλεκτο.
Πως καθιερώθηκε
Οι Τούρκοι αποκαλούσαν- εννοείται υποτιμητικά- τσολιάδες τους κλέφτες και αρματολούς, επειδή η φουστανέλα τους που φορούσαν ειχε φτιαχτεί από πολλά μικρά κουρέλια υφάσματος, λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων για την αγορά καινούριων ρούχων. Εκτός του ότι δεν υπήρχαν τότε οι πόροι αλλά και τα υλικά για να είναι οι γκιαούρηδες ντυμένοι ευπρεπώς, είναι μάλλον φυσιολογικό, οι αντίπαλοι να αναφέρονται με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς στους Έλληνες επαναστάτες.
Ωστόσο είναι παράξενο, πώς μια λέξη, που σημαίνει τον ρακένδυτο, τον κουρελή και το βρωμιάρη στα τουρκικά, διατηρήθηκε στην ελληνική γλώσσα μέχρι σήμερα.
Τσολιάς από «τσόλι»;
Η λέξη τσόλι επιβιώνει μέχρι σήμερα σε περιοχές όπως η Ρούμελη και η Θεσσαλία και σημαίνει το φτηνό ή παλιό στρωσίδι, το παλιό ρούχο ή οποιοδήποτε κουρέλι και πολύ συχνά χρησιμοποιείται και μεταφορικά για ανθρώπους αμφιβόλου ηθικής ή «ταπεινής» κοινωνικής προέλευσης.
Στην αργκό επίσης, τσόλι είναι μεταφορικά η γυναίκα, που ντύνεται προκλητικά- αλλά συνήθως ακαλαίσθητα -για να κάνει αισθητή την παρουσία της και να τραβήξει τα βλέμματα των ανδρών.
Επίσης όπως αναφέρει ο συγγραφέας Νίκος Σαραντάκος: «τσολιάς στο τάβλι, και συγκεκριμένα στο πλακωτό, λέγεται το πούλι που προπορεύεται αφύλαχτο και που είτε θα πέσει ηρωικώς μαχόμενο είτε θα πιάσει αντίπαλο πούλι και θα κάνει μεγάλο βήμα προς τη νίκη. Ομολογώ ότι τάβλι έπαιζα αρκετά στα νιάτα μου, αλλά την έκφραση δεν την είχα συναντήσει, πάντως είναι ενδεικτική για την καλή φήμη των τσολιάδων».
Οι τσολιάδες έχαιραν της λαϊκής εκτίμησης και αυτό έχει αποτυπωθεί και σε αρκετές καθημερινές εκφράσεις. Για παράδειγμα, η φράση «Τσολιάς στ’ Ανάκτορα», αναφέρεται σε κάποιον που έχει ωραία κορμοστασιά, στον ψηλό και ευθυτενή, στο πρότυπο δηλαδή της λεβεντιάς και της αρρενωπότητας, τον τσολιά.
Τσολιάς αποκαλείται επίσης και η όμορφη «νταρντάνα» γυναίκα, που προκαλεί αίσθηση όταν περνάει. Υπάρχει άλλωστε και το ανάλογο λαϊκό τραγούδι:
«Μια κούκλα μες στη γειτονιά τσολιά τηνε φωνάζουν
και στο σεργιάνι σαν θα βγει τα κάλλη της θαυμάζουν,
γεια σου τσολιά μου – γεια σου τσολιά μου».
Από τον Τσολιά στον Εύζωνα
Το 1868 η λέξη αντικαταστάθηκε από την ομηρική λέξη «Εύζωνας ή Εύζωνος», όταν ιδρύθηκε η αποκαλούμενη σήμερα Προεδρική φρουρά. Στην αρχαία ελληνικά η λέξη σημαίνει τον καλά ζωσμένο άνδρα πολεμιστή αλλά και τη γυναίκα με πολύ λεπτή μέση.
Στις 6 Φεβρουαρίου 1836 θεμελιώθηκαν τα πρώτα ανάκτορα της Ελλάδας στην πλατεία των Μουσών, την σημερινή πλατεία Συντάγματος. Στη χοροεσπερίδα που δόθηκε στα προσωρινά ανάκτορα στο Μέγαρο Κοντοσταύλου στη Σταδίου, ο Όθωνας αν και Βαυαρός, εμφανίστηκε με φουστανέλα, την οποία θα συνέχιζε να φοράει έκτοτε σε πολλές επίσημες εμφανίσεις του και μετά την έξωσή του από την Ελλάδα.
Η φιγούρα του τσολιά επανέρχεται διαρκώς, πλέον όμως εξυπηρετεί κυρίως τουριστικούς σκοπούς. Ο ένδοξος τσολιάς έχει γίνει απο κούκλα και μπρελόκ μέχρι πετσέτα κουζίνας και σουβέρ.
Ωστόσο η έννοια του τσολιά, δεν παύει να ταυτίζεται στη συνείδηση των Ελλήνων με τον κατ’ εξοχήν σκληροτράχηλο πολεμιστή και επαναστάτη, που δίνει και τη ζωή του για την πατρίδα.
Πηγή: el.wiktionary.org