Στη χώρα μας, έχουν χρησιμοποιηθεί διάφορα μέσα ψηφοφορίας, όπως το ψηφοδέλτιο και το σφαιρίδιο, ενώ πριν από την Επανάσταση, κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, επικρατούσε η προφορική (δια βοής) και φανερή (ανάταση χεριών) ψηφοφορία στις συνελεύσεις των τοπικών κοινοτήτων, των λεγόμενων δημογεροντιών.
Τα λιθαράκια
Η κάλπη των αρχαίων ήταν μια Υδρία, δηλαδή μια στάμνα, η οποία ονομάζονταν «ψηφοδόχος κάλπις» και μέσα έριχναν την ψήφο τους, όπως γίνεται και σήμερα. Οι αρχαίοι Έλληνες ψήφους έλεγαν τα μικρά λεία και στρογγυλά λιθαράκια (λιθίνα ψάφος), τα οποία οι μαθητές τότε τα χρησιμοποιούσαν για να μαθαίνουν αριθμητική. Οι μαθητές έλεγαν στους δασκάλους τους τη φράση: «ψήφους λογίζομαι» και αυτό σήμαινε « λογαριάζω με τα λιθαράκια».
Αυτά τα στρογγυλά λιθαράκια, δηλαδή οι ψήφοι, χρησιμοποιούνταν και για την έκφραση γνώμης σε ζητήματα που είχαν τεθεί στην κρίση του δήμου, αλλά και των δικαστηρίων. Έτσι, σιγά- σιγά, η λέξη Ψήφος απέκτησε τη σημασία, που έχει και σήμερα και η όλη διαδικασία ονομάστηκε Ψηφοφορία.
Όστρακα
Στο πρώιμο σύστημα ψηφοφορίας οι Έλληνες είχαν τη δυνατότητα μιας «αρνητικής» εκλογής. Δηλαδή, κάθε χρόνο οι ψηφοφόροι, που ήταν οι άνδρες ιδιοκτήτες γης, καλούνταν να ψηφίσουν τον πολιτικό αρχηγό ή τους «υποψηφίους» που ήθελαν να εξορίσουν για τα επόμενα δέκα χρόνια.
Οι ψηφοφόροι έγραφαν την επιλογή τους σε σπασμένα κομμάτια πήλινων αγγείων, γνωστά ως όστρακα. Από αυτό το όνομα προέρχεται η σημερινή λέξη εξοστρακίζω. Αν κάποιος «υποψήφιος» έπαιρνε πάνω από 6.000 ψήφους τότε αυτός με τον μεγαλύτερο αριθμό εξοριζόταν. Αν κανένας πολιτικός δεν έπαιρνε 6.000 ψήφους τότε παρέμειναν όλοι. Σήμερα, όμως, είναι λίγοι οι πολιτικοί που θα επιβίωναν από 6.000 αρνητικές ψήφους!
Ψηφοδέλτια
Το ψηφοδέλτιο εισήχθη στην Ελλάδα με την έλευση των Βαυαρών του Όθωνα το 1833 και πρωτοχρησιμοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1834 στις δημοτικές εκλογές του νομού Αργολιδοκορινθίας.
Τα ψηφοδέλτια δεν τα τύπωνε το κράτος αλλά οι ίδιοι οι υποψήφιοι ή τα κόμματα. Τα πρώτα ψηφοδέλτια ήταν λευκά και η ψηφοφορία γινόταν με χειρόγραφη αναγραφή του ονόματος του υποψηφίου. Μεγάλο ποσοστό του ελληνικού λαού ήταν αναλφάβητοι, γεγονός, που καθιστούσε δύσκολη την ψηφοφορία και ευνοούσε τη χειραγώγηση από τους κομματάρχες και τη νοθεία.
Σφαιρίδια
Από το 1844 και για ογδόντα χρόνια περίπου οι Έλληνες ψηφοφόροι δεν χρησιμοποιούσαν ψηφοδέλτια, αλλά τα σφαιρίδια, μικρές σφαίρες φτιαγμένες από μολύβι. Το σφαιρίδιο ως μέσο ψηφοφορίας προέκυψε ύστερα από εισήγηση των Επτανησίων βουλευτών. Η ψηφοφορία με σφαιρίδιο εφαρμοζόταν ήδη στο Ιόνιο κράτος και είχε τις ρίζες της στην περίοδο της Ενετοκρατίας.
Αντί λοιπόν να ρίχνουν στην κάλπη τον φάκελο με το ψηφοδέλτιο, έριχναν ένα μικρό μολυβένιο σφαιρίδιο. Κάθε υποψήφιος έστηνε τη δική του κάλπη, που ήταν ένα τενεκεδένιο κουτί χωρισμένο στα δύο. Το μισό είχε μαύρο χρώμα και απέξω έγραφε ΟΧΙ. Το άλλο μισό ήταν βαμμένο άσπρο και έγραφε ΝΑΙ. Ο ψηφοφόρος έπρεπε να περάσει από όλες τις κάλπες των υποψηφίων και να ακολουθήσει την ίδια διαδικασία. Διαφορετικά η τιμωρία ήταν πρόστιμο και ποινή φυλάκισης.
Η διαλογή των ψήφων και «οι κουμπάροι»
H διαλογή των ψήφων γινόταν με κόσκινο, που χωρούσε ορισμένο αριθμό σφαιριδίων. Mετρούσαν πρώτα τα “ναι” (άσπρα) και ύστερα τα “όχι” (μαύρα). Την κάλπη κάθε υποψηφίου επεβλεπε ένας άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης του, ο λεγόμενος «κουμπάρος». Η συνηθέστερη μέθοδος νοθείας στην ψηφοφορία με σφαιρίδια ήταν η ανατροπή της κάλπης. Αν κάποιος αναποδογύριζε την κάλπη, μπερδεύονταν τα σφαιρίδια με τα «ναι» και τα «όχι» και έτσι όλες οι ψήφοι ακυρώνονταν.
«Έφαγε μαύρο»
Επιλέγοντας κάποιος το «όχι» ουσιαστικά καταψήφιζε τον υποψήφιο, δίνοντάς του αρνητική ψήφο. Το γεγονός μάλιστα ότι η κάλπη είχε μαύρο χρώμα στην πλευρά του, γέννησε τις γνωστές εκφράσεις «τον μαύρισε» ή «έφαγε μαύρο».
Το «δαγκωτό»
Όπως και σήμερα, έτσι και εκείνα τα χρόνια υπήρχαν οι πορωμένοι φανατικοί οπαδοί ενός υποψηφίου, οι οποίοι δάγκωναν το σφαιρίδιο, ως ένδειξη αφοσίωσης στον εκλεκτό τους. Από εκεί προέρχεται η έκφραση «το έριξα δαγκωτό»!
Πηγές: greekreporter.com, www.duvalelections.com, classicalwisdom.com