Δυστυχώς, σχεδόν όλες οι γραπτές πηγές που έχουν διασωθεί από την αρχαία Ελλάδα και αφορούν στο μακιγιάζ, γράφτηκαν από άνδρες, σχεδόν όλοι από τους οποίους ήταν τουλάχιστον μέτρια ευκατάστατοι.
Αυτό σημαίνει, ότι σχεδόν όλες οι πηγές, εμφανίζουν συμπεριφορές και προκαταλήψεις που ήταν κοινές μεταξύ των αριστοκρατών ανδρών, και που δεν τις συμμερίζονταν απαραίτητα τα μέλη όλων των κοινωνικών τάξεων.
Υπήρχαν μερικές γυναίκες αρχαιοελληνίδες συγγραφείς, όπως η λυρική ποιήτρια Σαπφώ από την Ερεσό και η ιστορικός Παμφίλη της Επιδαύρου αλλά δυστυχώς, ελάχιστα γραμμένα από γυναίκες συγγραφείς έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα.
«Τα ανέντιμα τεχνάσματα»
Αρχικά, η στάση των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων απέναντι στο μακιγιάζ ήταν, μάλλον αρνητική. Παρουσιάζουν σταθερά το μακιγιάζ ως μια μορφή «ανέντιμων τεχνασμάτων», που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι, για να κάνουν τους εαυτούς τους να φαίνονται πιο όμορφοι από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Οι Έλληνες συγγραφείς συσχετίζουν επίσης τακτικά το μακιγιάζ με την απιστία και την πορνεία. Είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς μια αρχαία ελληνική πηγή, που να έχει κάτι καλό να πει για το μακιγιάζ.
Πιθανώς η πιο διάσημη πηγή για τη στάση των αρχαίων Αθηναίων αριστοκρατών ανδρών απέναντι στο μακιγιάζ είναι ο Σωκρατικός διάλογος «Γοργίας», που γράφτηκε από τον Αθηναίο φιλόσοφο Πλάτωνα, έναν εξαιρετικά πλούσιο αριστοκράτη. Στην ενότητα 465β, του διάλογου, καταδικάζει τα καλλυντικά «ως ανέντιμη πλαστοπροσωπία της φυσικής κατάστασης».
Μια άλλη πολύ διάσημη πηγή για τη στάση των αριστοκρατικών Αθηναίων ανδρών απέναντι στο μακιγιάζ είναι «Ο Οικονομικός» ένας σωκρατικός διάλογος για τη διαχείριση του νοικοκυριού, που γράφτηκε από τον Αθηναίο αριστοκράτη Ξενοφώντα.
Ο διάλογος περιγράφει μια συνομιλία του Σωκράτη με έναν εξαιρετικά πλούσιο αριστοκράτη ονόματι Ισχομάχο. Ο Ισχομάχος λέει στον Σωκράτη, ότι έπιασε τη πολύ νεότερη σύζυγό του να φορά μακιγιάζ. Ο Ίσχομαχος εξηγεί πως την επέπληξε για το μακιγιάζ και της εξήγησε ότι δεν πρέπει να ξανακάνει, γιατί το θεωρεί ανέντιμη μορφή απάτης.
Το μακιγιάζ ως ένδειξη απιστίας
Τουλάχιστον ορισμένοι αρχαίοι Έλληνες φαίνεται, ότι πίστευαν, πως αν μια παντρεμένη γυναίκα φορούσε μακιγιάζ σε κάποια απροσδόκητη στιγμή, τότε ήταν σημάδι, πως ήταν άπιστη στον άντρα της, αφού υπέθεταν, ότι φορούσε το μακιγιάζ για για να εντυπωσιάσει τον παράνομο εραστή της.
Ο Αθηναίος ρήτορας Λυσίας, έγραψε μια περίφημη ιατροδικαστική ομιλία με τίτλο «Περί της δολοφονίας του Ερατοσθένη», για να εκφωνήσει ένας κατηγορούμενος ονόματι Ευφίλητος στη δίκη του για τη δολοφονία ενός άνδρα που ονομαζόταν Ερατοσθένης. Η υπεράσπιση του Ευφιλήτου στην ομιλία είναι, ότι όντως σκότωσε τον Ερατοσθένη, αλλά ο φόνος ήταν νομικά δικαιολογημένος επειδή ο Ερατοσθένης είχε ερωτικές σχέσεις με τη γυναίκα του Ευφιλήτου.
Στην ομιλία ο Ευφίλητος περιγράφει τα σημάδια, που τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η γυναίκα του διατηρούσε δεσμό. Μία από τις ενδείξεις που αναφέρει είναι, ότι είδε τη γυναίκα του να φοράει μακιγιάζ, παρόλο που ο αδερφός της είχε πεθάνει πρόσφατα.
Ποιές γυναίκες φορούσαν μακιγιάζ
Υπάρχουν δύο ξεχωριστές ομάδες γυναικών που μάλλον φορούσαν μακιγιάζ σε τακτική βάση: Η πρώτη ομάδα ήταν οι ιερόδουλες, για τις οποίες το μακιγιάζ δεν ήταν μια περιττή πολυτέλεια, αλλά ένα ουσιαστικό εργαλείο της δουλειάς τους, που χρειάζονταν για να προσελκύσουν πελάτες. Η δεύτερη ομάδα ήταν οι «ευυπόληπτες» γυναίκες της υψηλής κοινωνίας, που μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά το μακιγιάζ, δεν τους απαγορεύτηκε να το φορέσουν από τους άνδρες τους και επέλεξαν να το φορέσουν.
Η πλειοψηφία των γυναικών στην αρχαία Ελλάδα πιθανότατα είτε δεν φορούσαν ποτέ καθόλου μακιγιάζ είτε το φορούσαν μόνο σε ειδικές περιστάσεις. Ο λόγος ήταν, ότι τα συστατικά του μακιγιάζ ήταν γενικά αρκετά ακριβά.
Οι σκλάβες, γυναίκες και κορίτσια αποτελούσαν τουλάχιστον το ένα τρίτο του συνολικού γυναικείου πληθυσμού στις περισσότερες ελληνικές πόλεις. Οι περισσότερες σκλάβες γυναίκες πιθανότατα δεν φορούσαν ποτέ μακιγιάζ, εκτός από τις περιπτώσεις, που οι άντρες που τις κατείχαν τους παρείχαν μακιγιάζ, επειδή ήθελαν συγκεκριμένα να δείχνουν ιδιαίτερα όμορφες για κάποιο λόγο.
Οι φτωχές ελεύθερες γυναίκες μάλλον δεν είχαν την πολυτέλεια να φορούν μακιγιάζ. Επιπλέον, πολλές ελεύθερες γυναίκες που είχαν την οικονομική δυνατότητα να φορούν μακιγιάζ πιθανότατα, είτε επέλεξαν να μην το φορέσουν λόγω της έντονα αρνητικής στάσης των ανδρών απέναντί του είτε αυτοί τους απαγόρευσαν να το φορέσουν.
Το διακριτικό μακιγιάζ της αρχαιότητας
Όλα τα σωζόμενα στοιχεία, μας οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι οι περισσότερες γυναίκες που φορούσαν μακιγιάζ προσπαθούσαν να το κάνουν να φαίνεται όσο το δυνατόν πιο φυσικό και να φαίνεται σαν να μην φορούσαν καθόλου μακιγιάζ. Ας μην ξεχνάμε, ότι οι άνδρες συγγραφείς αναφέρονται με συνέπεια στο μακιγιάζ ως μια μορφή εξαπάτησης και γενικότερα οι Έλληνες άνδρες το καταδίκαζαν ως φανταχτερό, άσεμνο και απατηλό.
«Ψιμύθιον» – Η αρχαία πούδρα
Σε πολλές, αν όχι στις περισσότερες, περιπτώσεις, οι αρχαίες Ελληνίδες φαίνεται να φορούσαν σχετικά λίγο μακιγιάζ σε σύγκριση με πολλές σύγχρονες γυναίκες. Οι «ευυπόληπτες» γυναίκες φαίνεται να φορούν, τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις, μόνο λευκή πούδρα προσώπου και ρουζ από μόλυβδο. Ακόμη και οι ιερόδουλες φαίνεται ότι φορούσαν γενικά μόνο λευκή πούδρα προσώπου, ρουζ αλλά και μακιγιάζ στα μάτια.
Το πιο κοινό μακιγιάζ που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίες Ελληνίδες μακράν, φαίνεται να ήταν ο ανθρακικός μόλυβδος, μια ένωση μολύβδου γνωστή και με την κοινή ονομασία «λευκός μόλυβδος», που είχε τη μορφή λευκής σκόνης και αναφέρεται στις ελληνικές πηγές με το όνομα «ψιμύθιον».
Η χλωμή επιδερμίδα ως ένδειξη θηλυκότητας
Οι αρχαίοι Έλληνες συνέδεαν γενικά το χλωμό δέρμα με τη θηλυκότητα και το πιο σκούρο δέρμα με την αρρενωπότητα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι οι Ελληνίδες γενικά αναμενόταν να παραμείνουν σε εσωτερικούς χώρους και να παραμείνουν χλωμές, ενώ οι Έλληνες άνδρες γενικά αναμενόταν να εργάζονται έξω στον ήλιο και να μαυρίζουν. Στην αρχαία ελληνική τέχνη, οι γυναίκες απεικονίζονται συνήθως ως πολύ χλωμές ενώ οι άνδρες συνήθως παρουσιάζονται με πιο σκούρο δέρμα.
Ο λόγος για τον οποίο οι αρχαίες Ελληνίδες μερικές φορές πουδράριζαν το πρόσωπό τους με λευκό μόλυβδο, λοιπόν, είναι επειδή ήθελαν να φαίνονται πιο χλωμές και επομένως πιο θηλυκές.
Η «τοξική» θηλυκότητα
Τουλάχιστον ορισμένες αρχαίες Ελληνίδες-ειδικά σε μεταγενέστερες περιόδους της ελληνικής ιστορίας-γνώριζαν σχεδόν σίγουρα, ότι ο ανθρακικός μόλυβδος ήταν εξαιρετικά τοξικός. Πολλοί άνθρωποι στην αρχαία Ελλάδα όπως και στην αρχαία Ρώμη γνώριζαν, ότι ο μόλυβδος είναι δηλητηριώδης.
Μάλιστα, πολλές σωζόμενες αρχαίες ελληνικές και ρωμαϊκές πηγές περιγράφουν τα συμπτώματα της δηλητηρίασης από μόλυβδο με μεγάλη λεπτομέρεια.
Η παλαιότερη σωζόμενη περιγραφή της δηλητηρίασης από μόλυβδο προέρχεται από ένα ποίημα γραμμένο από τον αρχαίο Έλληνα ποιητή και γιατρό Νίκανδρο. Σε αυτό το ποίημα, ο Νίκανδρος δίνει μια λεπτομερή και ζωντανή περιγραφή των επιπτώσεων της δηλητηρίασης από τον λευκό μόλυβδο, την ίδια ακριβώς ένωση μολύβδου που χρησιμοποιούσαν μερικές Ελληνίδες για να πουδράρουν το πρόσωπό τους. Επιπτώσεις που ξεκινούν από ξηρότητα στο δέρμα και φτάνουν μέχρι αφόρητους πόνους, παράλυση των άκρων ή και ψευδαισθήσεις.
Παρά την ύπαρξη αυτής της γνώσης στην αρχαιότητα, πολλές Ελληνίδες όντως χρησιμοποιούσαν ανθρακικό μόλυβδο για να κάνουν λευκή πούδρα για το πρόσωπό τους—είτε επειδή δεν γνώριζαν τις βλαβερές συνέπειες είτε επειδή ήξεραν τις βλαβερές συνέπειες, αλλά θεώρησαν ότι ήταν πιο σημαντικό να φαίνονται χλωμές και άρα όμορφες. Άλλωστε ακόμη και σήμερα, πολλοί άνθρωποι θα κάνουν πράγματα που είναι πολύ επικίνδυνα για την υγεία τους, προκειμένου να ταιριάζουν με τα πρότυπα ομορφιάς της κοινωνίας.
Ένχουσα – Το αρχαίο ρουζ
Ένα άλλο εξαιρετικά διαδεδομένο μακιγιάζ που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Ελλάδα φαίνεται να ήταν η ἔγχουσα (ένχουσα), ένα είδος κόκκινης βαφής, που εξάγεται από τις ρίζες του φυτού “Alkanna tinctoria” (Αλκάνα η βαφική). Οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν αυτή τη βαφή για να κάνουν τα μάγουλά τους για να φαίνονται πιο ρόδινα.
Ο Αριστοφάνης (446 –386 π.Χ.) αναφέρεται στη χρήσηαυτής της βαφής ως ρουζ στην κωμωδία του Λυσιστράτη. Σε αντίθεση με τον λευκό μόλυβδο, αυτή η βαφή δεν θεωρείται γενικά δηλητηριώδης όταν εφαρμόζεται στο δέρμα, αν και η κατάποσή της μάλλον δεν είναι καλή ιδέα.
Μακιγιάζ ματιών
Το eyeliner και άλλα είδη μακιγιάζ ματιών υπήρχαν επίσης στην αρχαία Ελλάδα, αλλά φαίνεται να χρησιμοποιούνταν λιγότερο συχνά και, στις υπάρχουσες πηγές, συνδέονται πολύ πιο στενά με τις πόρνες παρά με άλλα είδη μακιγιάζ.
Η Allison Glazebrook υποστηρίζει στην εργασία της «Cosmetics and Sôphrosunê: Ischomachos’ Wife in Xenophon’s Oikonomikos», ότι μόνο οι ιερόδουλες φορούσαν μακιγιάζ στα μάτια. Αυτή γράφει:
«Η έμφαση στα μάτια ενδείκνυται μόνο για ιερόδουλες και άλλες «ανυπόκριτες» γυναίκες, δεδομένης της ελληνικής αντίληψης για το βλέμμα, ως συνδεδεμένο με τη σεξουαλικότητα και ως εκ τούτου επικίνδυνο ως προς την ερωτική του δύναμη. Οι «αγνές» γυναίκες φρόντιζαν να κρατούν χαμηλά το βλέμμα τους παρουσία ανδρών για να δείξουν τη «σεμνότητα» τους».
«Τα καλλυντικά γύρω από τα μάτια θα τραβούσαν εύκολα την προσοχή σε αυτό το σημείο του προσώπου και θα οδηγούσαν στην υποτίμηση της γυναικείας σεμνότητας». Δεν νομίζω ότι πρέπει να το λάβουμε αυτό ως αυστηρό κανόνα, αλλά, σίγουρα, η στενότερη σχέση του μακιγιάζ των ματιών με την πορνεία είναι εμφανής».
Η απουσία του κραγιόν από την αρχαιοελληνική παλέτα καλλυντικών
Όπως είδαμε, ήταν αρκετά σύνηθες για τις «σεβαστές» Ελληνίδες να φορούν λευκή πούδρα προσώπου μολύβδου και ρουζ από αλκανική βαφή. Υπήρχε επίσης μακιγιάζ ματιών, αλλά φαίνεται να φορούνταν κυρίως ή αποκλειστικά από ιερόδουλες. Το μακιγιάζ χειλιών, ωστόσο, φαίνεται, ότι απουσίαζε εμφανώς από το αρχαιοελληνικό ρεπερτόριο καλλυντικών. Δεν έχουν βρεθεί αρχαίες ελληνικές πηγές, που να κάνουν κάποια σαφή αναφορά στο μακιγιάζ χειλιών σε οποιαδήποτε μορφή.
Δυστυχώς, αυτό δεν εμπόδισε τα άρθρα “clickbait” στο διαδίκτυο, να κάνουν κάθε είδους υπερβολικούς και αβάσιμους ισχυρισμούς σχετικά με υποτιθέμενα αρχαία ελληνικά κραγιόν. Σύμφωνα με έναν από αυτούς τους ισχυρισμούς, οι ιερόδουλες θα μπορούσαν να τιμωρηθούν επειδή εμφανίζονταν στο κοινό χωρίς κραγιόν, επειδή έτσι υποτίθεται, ότι υποδύονταν ψευδώς τις «ευυπόληπτες» γυναίκες. Το ίδιο αβάσιμος φαίνεται και ο ισχυρισμός, ότι το ελληνικό κραγιόν ήταν φτιαγμένο από ιδρώτα προβάτου και κοπριά κροκόδειλου.
Και οι δύο ισχυρισμοί, φαίνεται να έχουν διαδοθεί στο Διαδίκτυο μέσω μιας εργασίας βασισμένης προφανώς σε ανεπαρκή έρευνα, που γράφτηκε από μια φοιτήτρια νομικής. Αυτή η εργασία είναι, για κάποιο λόγο, αναρτημένο σε μια ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, δίνοντάς της μια ψευδή εμφάνιση αξιοπιστίας.
Η αφήγηση της για το υποτιθέμενο αρχαίο ελληνικό κραγιόν δεν αναφέρει επίσης ούτε μία αρχαία πρωτογενή πηγή, αλλά βασίζεται εξ ολοκλήρου σε σύγχρονες δευτερεύουσες πηγές, κυρίως σε αυτές που γράφτηκαν για δημοφιλές κοινό από μη ιστορικούς.
Ωστόσο, η ιστοσελίδα υποστηρίζει ότι:
«Στις αρχές της ελληνικής αυτοκρατορίας, οι περισσότερες γυναίκες απέφευγαν κάθε μακιγιάζ προσώπου, αν και βασίζονταν σε περίτεχνες βαφές μαλλιών αλλά και ψεύτικα μαλλιά. Η βαφή για τα χείλη έμεινε σε μεγάλο βαθμό στην κυριαρχία των ιερόδουλων, των οποίων το κόκκινο χρώμα των χειλιών περιλάμβανε τόσο τυπικά υλικά όπως κόκκινη βαφή και κρασί όσο και εξαιρετικά συστατικά όπως ιδρώτας προβάτου, ανθρώπινο σάλιο και περιττώματα κροκοδείλου».
Ο ισχυρισμός ότι το ελληνικό κραγιόν ήταν φτιαγμένο από κοπριά κροκόδειλου φαίνεται να βασίζεται σε μια παρανόηση του γεγονότος, ότι οι αρχαίες γυναίκες, στην πραγματικότητα, χρησιμοποιούσαν κοπριά κροκόδειλου για καλλυντικούς σκοπούς, αλλά το χρησιμοποιούσαν ως λευκαντικό δέρματος και όχι ως κραγιόν.
Σέξι μονόφρυδα;
Πολλά διαδικτυακά άρθρα υποστηρίζουν, ότι οι αρχαίες Ελληνίδες θεωρούσαν τα μονόφρυδα ιδανικά και γι’αυτό συχνά γέμιζαν το κενό μεταξύ των φρυδιών τους με κάρβουνο για να φαίνεται σαν να είχαν ένα μονοκόμματο φρύδι. Μερικές γυναίκες μάλιστα ήθελαν τόσο απελπισμένα να πετύχουν το μονόφρυδο, που δημιουργούσαν ένα ψεύτικο κολλώντας βαμμένα μαλλιά κατσίκας στο πρόσωπό τους με ρητίνη δέντρου. Για άλλη μια φορά, όμως, δεν υπάρχει καμία αρχαία πηγή που να επιβεβαιώνει με ασφάλεια αυτούς τους ισχυρισμούς.
Μερικοί διαφορετικοί πίνακες αρχαίων γυναικών με μονόφρυδο αναφέρονται συχνά, για να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό, ότι οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν ελκυστικό— αλλά κανένας από αυτούς τους πίνακες δεν απεικονίζει στην πραγματικότητα Ελληνίδες από την Αρχαϊκή, την Κλασσική ή την Ελληνιστική Περίοδο.
Το πιο ευρέως αναφερόμενο έργο τέχνης για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό ότι οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τα μονόφρυδα ιδανικά, είναι μια διάσημη τοιχογραφία από τη ρωμαϊκή πόλη της Πομπηίας, που χρονολογείται μεταξύ του αι. 50 και 79 μ.Χ., η οποία απεικονίζει τον Ρωμαίο αρτοποιό Τερέντιο Νεό και τη σύζυγο του με μονόφρυδο. Η σύζυγος του Τερέντιου Νέου, ωστόσο, ήταν Ρωμαία του πρώτου αιώνα μ.Χ. που ζούσε στην Πομπηία, δεν ήταν καθόλου Ελληνίδα.
Η ιδέα ότι η «απάτη» του μακιγιάζ αποκαλύπτεται όταν το μακιγιάζ βρέχεται και τρέχει ή ξεπλένεται φαίνεται να ήταν καθιερωμένο τροπάριο μεταξύ των Ελλήνων συγγραφέων, αφού εμφανίζεται σε αρκετά αποσπάσματα. Η γενικότερη αρνητική στάση των ανδρών, είχε ως αποτέλεσμα, η πλειονότητα των ελεύθερων γυναικών, πιθανότατα, είτε να μη φορούσε ποτέ μακιγιάζ είτε να το φορούσε μόνο σε ειδικές περιστάσεις, όταν ήθελαν να δείχνουν ιδιαίτερα όμορφες για κάποιο λόγο και φυσικά με την άδεια του συζύγου…