Για όσους δεν γνωρίζουν τον Cristofer King, ακολουθεί μια μικρή αναφορά για τον ίδιο και την σχέση του με την Ήπειρο.
Πριν από τέσσερα περίπου χρόνια, «έσκασε» ένα βιβλίο στα εκδοτικά πράγματα της χώρας μας με τίτλο «Ηπειρώτικο μοιρολόι-οδοιπορικό στην αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης» εκδ. Δώμα, 2018, γραμμένο από έναν Αμερικανό, τον Cristopher C. King.
Τι ήταν αυτό το βιβλίο;
Ο έρωτας και μόνον του συγγραφέα, όπως ο ίδιος τονίζει, για την Ηπειρώτικη μουσική. Που -αυτό είναι παραμύθι όντως- γιατί πρωταντάμωσε την Ηπειρώτικη μουσική, στην Ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης, στο πατάρι ενός Αρμένη πωλητή δίσκων, κατά την διάρκεια οικογενειακών διακοπών, χωρίς καν να έχει υπ’ όψιν του ότι υπάρχει!
Ο ίδιος, με σπουδές φιλοσοφίας, ανακάλυψε έφηβος την πραγματική του αγάπη στον αχυρώνα του παππού του, σε δίσκους 78 στροφών με αγροτικά μπλουζ του Μισισίπι.
Και η αγάπη του μεγάλωσε τόσο, που έχει τη μεγαλύτερη συλλογή δίσκων 78 στροφών στον κόσμο στο είδος αυτό. Επίσης, έχει κερδίσει και Grammy ως παραγωγός για την συλλογή και παρουσίαση στο ευρύτερο κοινό άγνωστων αγροτικών μπλουζ του Μισισίπι.
Ως Αμερικανός, που ασχολείτο με μουσική που πηγάζει απ’ την ζωή, που είναι συνυφασμένη και συνδεδεμένη με όλα τα γεγονότα της ζωής, απ’ την γέννα μέχρι τον θάνατο, ήξερε πολύ καλά, ότι τα μουσικά πράγματα στην πατρίδα του, αλλά και στον Δυτικό κόσμο της Ευρώπης, κατέληξαν σταδιακά, στη μουσική για διασκέδαση και για χορό, ο τελευταίος εννοούμενος κι αυτός ως εκτόνωση και μόνον.
Έτσι, πρωτακούγοντας στο πατάρι του Αρμένη την Ηπειρώτικη μουσική, αναθάρρησε ότι μπορεί να υπάρχουν μέρη στον κόσμο, όπου η μουσική ΔΕΝ είναι μόνον διασκέδαση, αλλά τραγουδά ό,τι έχει σχέση με την ζωή, από νανουρίσματα μέχρι θρήνους, από γάμους μέχρι ξενιτιά και θάνατο.
Η συνέχεια της εξερεύνησης αυτής της μουσικής για παραπάνω από δέκα χρόνια, τόσο στην Αμερική όσο και στην ίδια την Ήπειρο, όπου συνταυτίσθηκε με τους ντόπιους και έζησε μαζί τους, σε χαρές, λύπες και πανηγύρια, τον οδήγησε στον παθιασμένο έρωτα για την Ηπειρώτικη μουσική, αλλά και την ζωή στην Ήπειρο.
Έρωτας τέτοιος που θέλησε να τον καταγράψει στο βιβλίο που αναφερθήκαμε πιο πάνω, και που χάρις σ’ αυτό πολιτογραφήθηκε τιμητικά Έλληνας!
Έρωτας τέτοιος που μένει πια στην Κόνιτσα! Τόσο μεγάλος, που πήρε ένα γυναικείο acapella γκρουπ, τις «Ισοκράτισσες» και τις πήγε στις Η.Π.Α. κι έφτασαν μέχρι και στο φημισμένο Kennedy Center στην Ουάσιγκτον!
Και που έχει ακόμα σκοπό, να ιδρύσει οργανισμό στην Ελλάδα για την συλλογή, μελέτη, καταγραφή και διάσωση της μουσικής των Νοτίων Βαλκανίων, μιας και θεωρεί, σωστά, ότι η μουσική ως άυλη δεν έχει σύνορα, τουναντίον είναι διασυνδεδεμένη σε μια ευρύτερη γεωγραφική περιφέρεια από τα πολύ-πολύ παλιά χρόνια και πριν τον σχηματισμό των εθνικών κρατών με τα σύνορά τους.
Τώρα πλέον, δίνει και διαλέξεις για την Ηπειρώτικη μουσική, τις ιδιότητές της, την λειτουργικότητά της στην ζωή, προκαλώντας το ενδιαφέρον των ξένων, αλλά και αναζωογονώντας το ενδιαφέρον και των ίδιων των Ελλήνων.
Και φυσικά συνεχίζει ασταμάτητα την συλλογή μουσικής στην Ήπειρο, την μελέτη της, την καταγραφή της, την καταλογογράφησή της και την παρουσίασή της.
Στις διαλέξεις του, μάλιστα, τονίζει ιδιαίτερα τις «θεραπευτικές»(healing) ιδιότητες της Ηπειρώτικης μουσικής. Θεραπευτικές, γιατί κατά την άποψη του King, επειδή η Ήπειρος είναι το μόνο μέρος στην Ευρώπη που η μουσική, απόλυτα συνδεδεμένη με όλα τα στάδια της ζωής, δεν έχει αλλάξει απ’ τα αρχαία χρόνια, συνεχίζει να προσφέρει αυτό για το οποίο ξεκίνησε να υπηρετεί στον άνθρωπο απ’ τα αρχαία χρόνια, ιδιαίτερα στις δύσκολες στιγμές της ζωής του: παρηγοριά, ψυχική ανακούφιση, ίαση και τελικά απελευθέρωση.
Στο δε βιβλίο του, προχωράει ακόμα πιο πέρα, με βοηθό το φιλοσοφικό του υπόβαθρο, και σε διαπιστώσεις που άπτονται της κοινωνικής ανθρωπολογίας (έθιμα θανάτου κλπ.), αλλά και σε ερωτήματα για την φύση του θανάτου και της απώλειας. Με λίγα λόγια έχει αγκαλιάσει, όχι μόνον την μουσική, αλλά και την ζωή της Ηπείρου.
Αλλά αλήθεια, οι θεραπευτικές ιδιότητες της μουσικής και η εν γένει λειτουργικότητά της στην ζωή, είναι κάτι καινούργιο για μας τους Έλληνες; Όχι φυσικά.
Αλλά είναι αλήθεια, ότι με την «ομογενοποίηση», το άλεσμα, ντόπιων και ξένων εθίμων και με την αντιγραφή άλλων συνηθειών, που πολλές φορές έρχονται σαν μόδα, και όχι μόνον στην χώρα μας, αυτά ξεχνιούνται, ειδικά στις μεγάλες πόλεις, όπου η είσοδος στοιχείων από εξωχώριες κουλτούρες είναι ευκολότερη (βλ. την πιο πρόσφατη περίπτωση του Thanksgiving, που άρχισε να γίνεται μόδα και στην χώρα μας).
Συμβαίνει όμως μόνον στην Ήπειρο αυτό που «ανακάλυψε» ο King;
Όχι βέβαια! Και στην Ινδονησία, και στο Μάλι και στην Μαδαγασκάρη, στην Βουλγαρία, αλλά και στην Νότιο Αφρική και παρά την εισδοχή, ίσως και εισβολή, της Αγγλοσαξονικής κυρίως μουσικής κουλτούρας, υπάρχουν τόποι που η μουσική διατηρεί την λειτουργικότητά της όπως και στην Ήπειρο· όχι όμως πια στον Δυτικό κόσμο.
Δεν έχει αλλάξει η μουσική αυτή με τα χρόνια;
Φυσικά, λέει ο King, έχουν συμβεί αλλαγές, στις οποίες η ίδια η τεχνολογία έχει συντελέσει, κι έτσι ακούς σήμερα τα ηλεκτρικά όργανα στα πανηγύρια που έχουν τροποποιήσει την διαδικασία πρόσληψης της μουσικής.
Αυτό όμως που δεν έχει μεταβληθεί στην Ήπειρο κατά τον King είναι η δομή και η ουσία, ο «Λόγος» για τον οποίον γίνονται οι μουσικές και ο «Τρόπος» που εκτελούνται· οι αναφορές τους στην ξενιτιά και τον θάνατο, αλλά και τις χαρές, καθώς και η εκστατική χορευτική ανταπόκριση των συμμετεχόντων, που μετατρέπει την εμπειρία σε οντολογικό γεγονός, αυτό είναι που κάνει την Ηπειρώτικη μουσική μοναδικό φαινόμενο στην Ευρώπη.
Είναι μόνον ο King που «έπεσε» σε έρωτα με την Ελληνική μουσική;
Όχι βέβαια! Πριν σαράντα και παραπάνω χρόνια είχαμε την περίπτωση του Ross Daly, του Ιρλανδού που αναζωογόνησε την εκπαίδευση της Κρητικής μουσικής, και ειδικά της Κρητικής λύρας, στην ίδια την Κρήτη μια εποχή, που παρήκμαζε, αλλά και την έκανε στην συνέχεια γνωστή όπου μπορούσε, από Ιρλανδία μέχρι Αυστραλία. Κυρίως όμως ανανέωσε το ενδιαφέρον των ίδιων των νέων της Κρήτης για εκμάθηση της μουσικής του νησιού τους, με την ίδρυση του δικού του Ωδείου.
Με όλα τα προηγούμενα ερωτήματα στο τραπέζι, τι τελικά το ξεχωριστό έχει λοιπόν ο King;
Μα, είναι κι αυτός ένα δώρο, το πιο πρόσφατο, στην περίπτωση αυτή για μας. Ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία των φιλελλήνων που, όπως ο Daly, όπως ο ζωγράφος John Craxton, ο οποίος έσωσε την παληά πόλη των Χανίων από την αλλοτρίωση και το τσιμέντο την δεκαετία του ‘50, ή ο Patrick Leigh Fermor, που από τύχη κι αυτός ανακάλυψε το ‘30 την Ελλάδα και δεν ξανάφυγε ποτέ, πρόσφεραν πολλά στην δεύτερη πατρίδα τους, για να αναφέρω τρεις σύγχρονους μόνον.
Γιατί η εμπειρία της ζωής έχει αποδείξει, ότι υπάρχει φθορά στα πολιτιστικά πράγματα μιας χώρας, λόγω της καθημερινότητας και της ανάμειξης πολιτισμών, και απαιτούνται «νέες» ματιές για την εκ νέου ανακάλυψη, ανάδειξη και εξέλιξη τελικά των τοπικών πολιτισμικών αξιών· ίσως όχι μόνον αυτών αλλά και της ίδιας της ζωής που κουβαλάνε μαζί τους.
Χωρίς έξωθεν ενδιαφέρον, αυτές θάβονται στις άκρες της μνήμης και πολλές φορές ξεχνιούνται και μαζί χάνονται και οι θετικές επιπτώσεις τους στην ζωή μας. Χρειάζονται ξένους, με «φρέσκια» ματιά, συγκριτική προσέγγιση, πάθος, κέφι και τελικά έρωτα! Κι ο Cristopher τάχει όλ’ αυτά και με το παραπάνω. Καλώς μας ήρθες λοιπόν Κρίστοφερ!
Γιώργος Μηναίος
Φωτογράφος
Πηγή: «Ηπειρώτικο μοιρολόι-οδοιπορικό στην αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης» εκδ. Δώμα, 2018