Όταν ήμουν 16 χρονών, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, αντιλαμβανόμουν την μουσική, σαν όλους τους εφήβους της εποχής μου, ως συνοδό στους χορούς των πάρτυ και σαν ευκαιρία για φλερτ με τις κοπέλες.
Στην καλύτερη περίπτωση, επειδή ήταν ακόμα χούντα στην Ελλάδα, ακούγαμε Θεοδωράκη στα κρυφά, αλλ’ αυτό απλά μας διήγειρε την ….επαναστατική μας φύση και μόνον!
Την κλασική δε λεγόμενη μουσική την προσέγγιζα, όπως και οι φίλοι μου, με σχετικό δέος, γιατί δεν την «καταλάβαινα». Την προσέγγιζα δηλαδή, ανεπίγνωστα, με διανοητικό τρόπο και μόνον.
Για την τζαζ, άγνοια. Το μόνο που μ’ άρεσε πολύ ήταν μια εκπομπή της Αθηνάς Σπανούδη στο ραδιόφωνο με παραδοσιακές μουσικές απ’ όλο τον κόσμο, κάθε Δευτέρα, στις 11 την νύχτα.
Μέχρι που συναντήθηκα, την ίδια εποχή, μ’ έναν παλιό πολιτικό της αριστεράς στην Ελλάδα, ο οποίος λάτρευε την κλασική μουσική και είχε έναν πολύ σεβαστό αριθμό δίσκων στο σπίτι, που μόλις είχε μετακομίσει, ερχόμενος στην Ελλάδα το 1973, με την άδεια της χούντας.
Όταν τον επισκεφθήκαμε με τον ανεψιό του και αδελφικό μου φίλο, οι δίσκοι ήταν στοιβαγμένοι πρόχειρα στο πάτωμα ακόμα, μόλις είχαν μπει με την γυναίκα του στο καινούργιο τους σπίτι, όταν διαπίστωσε την έκπληξή μας κοιτάζοντάς άναυδοι όλους αυτούς τους δίσκους της κλασικής μουσικής.
Μας ρώτησε λοιπόν αν μας αρέσει η κλασική μουσική. Του απαντήσαμε, πολύ δειλά και ντροπαλά, ότι δεν την «καταλαβαίνουμε». Μας αντ-απάντησε ότι η μουσική είναι σαν το βιβλίο (σαν τα γράμματα): μαθαίνεται!
Το τελευταίο «καρφώθηκε» στο μυαλό μου για κάποια χρόνια ανεπίλυτο, μέχρι που συνάντησα τα μπλουζ και την τζαζ κατά τύχη. Μέχρι τότε η ροκ της εποχής, την δεκαετία του ’70, που κυριαρχούσαν οι Αγγλικές οπερατικές εκδόσεις της, όπως των Jethro Tull και των Yes, δεν με συγκινούσε. Περισσότερο με τραβούσαν τα τραγούδια της Motown, η εμπορική soul των Αφροαμερικανών, αλλά κι αυτά απροσδιόριστα.
Η παρέα στον Πειραιά άρχισε τότε ν’ ακούει τα αρχετυπικά μπλουζ, τα country blues, αυτά με την σιδερένια ή μη, πάντως φθηνή, κιθάρα και τους γέρους μουσικούς με την λειψή οδοντοστοιχία και την φυσαρμόνικα, που όμως μετέφεραν ένα συναίσθημα που δεν είχα συναντήσει πιο πριν στην μουσική.
Κατά τύχη μάλιστα, την ίδια εποχή προς το τέλος της δεκαετίας του ’70, με πήγαν στο Jazz Club του Γιώργου του Μπαράκου, στην πλατεία Ραγκαβά της Πλάκας, για να βρούμε …κοπέλες!
Εγώ έμεινα…!
Αυτό έψαχνα.
Το κατάλαβα απ’ τις πρώτες νότες που άκουσα!
Συνέχισα να πηγαίνω και τα επόμενα δύο χρόνια, σχεδόν καθημερινά, προσπαθώντας να εξοικονομώ λεφτά όλη την εβδομάδα· ο φίλος που με πήγε δεν ξανάρθε ποτέ, δεν είχε κοπέλες!
Εκεί στο μαγαζί του Γιώργου του Μπαράκου, ο οποίος μοιραζόταν την μουσική του συλλογή της τζαζ, που κατά τους ειδήμονες θεωρείτο η ποιοτικότερη στην Ελλάδα, ξαναθυμήθηκα τα λόγια του παλιού αριστερού για την σημασία της ακρόασης στην μουσική.
Όπως ήταν φυσικό, αρχικά, οι μουσικές φόρμες της τζαζ μου ήταν ανοίκειες, παρ’ ότι ο ήχος, το χρώμα, ο ρυθμός της μουσικής μου άρεσαν πολύ. Το μόνο πιο κοντινό τους ήταν τα blues που άκουγα με τους φίλους μου στον Πειραιά. Ευτυχώς, μιας κι η τζαζ στηρίζεται στα blues και στην φρασεολογία τους. Όπως έλεγε κι η Mary Lou Williams, πιανίστα, συνθέτης και παιδαγωγός της τζαζ, η τελευταία χωρίς τα blues δεν νοείται.
Σ’ αυτά τα δύο χρόνια της θητείας μου στο club του Γιώργου του Μπαράκου, έμαθα ν’ ακούω μουσική. Δηλαδή αυτό-εκπαιδεύτηκα.
Θυμάμαι ότι στους δίσκους που μου άρεσαν έβαζα μια καρέκλα ανάμεσα στα δυο ηχεία, έκλεινα τα μάτια και άκουγα όση ώρα η μέχρι τότε ακουστική μου εμπειρία άντεχε· στην αρχή ήταν το πολύ είκοσι λεπτά, μετά ο χρόνος επιμηκύνθηκε, τώρα πια δεν χρειάζεται, απομονώνομαι αμέσως αν κάτι μ’ αρέσει και μέσα σε πλήθος.
Συνθέτες που η μουσική τους μου φαινόταν «παράξενη», όπως του Thelonious Monk με τις χαοτικές παραφωνίες, στην αρχή με δυσαρεστούσαν, το αυτί μου είχε συνηθίσει μέχρι τότε τις μελωδικές προσεγγίσεις στην μουσική (bel canto). Για την free jazz, ούτε κουβέντα! Μου δημιουργούσε δυσανεξία.
Εκείνα όμως τα δύο χρόνια έβαλαν τις βάσεις για να μάθω να ακούω.
Ξεκινώντας από τις πρώτες φόρμες της τζαζ, το ragtime και την μουσική της Νέας Ορλεάνης, σιγά-σιγά ανέβαινα τα σκαλιά της ακουστικής γνώσης, κάνοντας κτήμα μου ήχους, φράσεις, μοτίβα, κι αυτό με ευχαρίστηση, φτάνοντας με τα χρόνια να μπορώ να ακούω και free jazz. Θυμάμαι μάλιστα, είκοσι πέντε χρόνια μετά, όταν άκουγα την brass band ενός συγκεκριμένου μουσικού, με πολλά στοιχεία αποδόμησης του μουσικού θέματος και ελεύθερες προσεγγίσεις του στην εκτέλεση του κομματιού, ο γιός μου έφηβος πια, ένα εξαιρετικό μουσικό αυτί, με ρώτησε πως εγώ, ένας μεσήλικας -ίσως και γέρος γι αυτόν- μπορώ ν’ ακούω free jazz, αλλ’ αυτός δεν μπορεί!
Δεν χρειάζεται να προσθέσω το ξεσκόλισμα των οπισθόφυλλων των δίσκων (βινύλια τότε), το διάβασμα διεθνών περιοδικών, και ελληνικών αργότερα, τις συζητήσεις με φίλους στο μαγαζί, όλα τόσο παιδευτικά για την κατανόηση της μουσικής από έναν μη μουσικό. Αυτό συνεχίσθηκε βέβαια και τις επόμενες δεκαετίες, βασική όμως ήταν η ακρόαση και η συναισθηματική πρόσληψη της μουσικής.
Η ακροαματική αυτό-εκπαίδευσή μου στην τζαζ μου έδωσε την δυνατότητα να επεκτείνω τις ακροάσεις μου σε όλα σχεδόν τα είδη της μουσικής.
Αγάπησα την δημοτική μας μουσική, που μέχρι τότε απεχθανόμουν (είχα μάλλον δίκιο, διαπίστωσα πολύ αργότερα, επειδή στην εποχή της χούντας η καλύτερη εκδοχή της ήταν ο Καμπαφλής στην τότε ΥΕΝΕΔ κάθε Κυριακή πρωί). Αλλά και την κλασική απέκτησα τα εφόδια να μπορέσω να ακούω και την απολαμβάνω όποτε μπορώ σε κονσέρτα ή με φίλους ρέκτες του είδους από την δισκοθήκη τους.
Παράλληλα μπόρεσα να επωφεληθώ από όλα όσα η μουσική προσφέρει, και αυτά είναι τόσο αισθητικά και πνευματικά όσο και ιαματικά. Δεν θα ξεχάσω ότι ένας συγκεκριμένος δίσκος της τζαζ με βοήθησε να ξεπεράσω τον απροσδόκητο θάνατο δύο γονέων που συνέβη μέσα σε μια εβδομάδα. Ή και πόσες φορές κατέληξα να ακούω μουσική για να ξεπεράσω δυσκολίες που προέκυπταν στην ζωή. Κάθε Παρασκευή, μετά από μια εξοντωτική εργασιακή εβδομάδα, τα blues μου έδιναν την απαραίτητη ανακούφιση και την αναγκαία αποφόρτιση για να απολαύσω το επερχόμενο Σαββατοκύριακο με την οικογένειά μου.
Θα κλείσω με τον ιδρυτή της ECM και σπουδαίο μουσικό παραγωγό, τον Manfred Eicher, ό οποίος σχολιάζοντας τις νέες τεχνολογίες μετάδοσης της μουσικής, είπε ότι θα προτιμούσε ο ακροατής να αντιμετωπίζει τον μουσικό δίσκο σαν βιβλίο· να τον βάζει στο μηχάνημα αναπαραγωγής, να διαβάζει το βιβλιαράκι του CD ή τα οπισθόφυλλα των βινυλίων, και να απολαμβάνει την μουσική σαν κάτι ξεχωριστό, χωρίς να αποτελεί συνοδό άλλων δραστηριοτήτων.
Ούτως ή άλλως δεν υπάρχει μουσικός, που να μην ακούει μουσική, ή ποιητής που να μην διαβάζει ποιήματα, ή εικαστικός που να μην ξημεροβραδιάζεται στα μουσεία! Και για τον ακροατή το ίδιο ισχύει, αν αγαπά την μουσική και θέλει να την απολαύσει συνολικά και όχι σαν εργαλείο για διασκέδαση ή ό,τι άλλο, η ακρόαση είναι ο μόνος τρόπος. Έτσι ξαναγυρνάμε στο ρηθέν από τον παλιό αριστερό της ιστορίας: η μουσική είναι σαν το βιβλίο, μαθαίνεται! Και είναι μάθημα ζωής, θα πρόσθετα!
Γιώργος Μηναίος
Φωτογράφος