Ο Μπέρτραντ Ράσελ (18 Μαΐου 1872 – 2 Φεβρουαρίου 1970) παραμένει ως ένα από τα πιο διαυγή και φωτεινά μυαλά της ανθρωπότητας – μια πηγή διαχρονικής σοφίας για τα πάντα, από το τι πραγματικά σημαίνει “η καλή ζωή” και γιατί η “γόνιμη μονοτονία” είναι απαραίτητη για την ευτυχία μέχρι τον έρωτα, το σεξ και τις ηθικές μας δεισιδαιμονίες.
Το 1950 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας για “τα ποικίλα και σημαντικά γραπτά του στα οποία υπερασπίζεται τα ανθρωπιστικά ιδεώδη και την ελευθερία της σκέψης”. Ο ευχαριστήριος λόγος του είναι ένα από τα ωραιότερα πακέτα ανθρώπινης σκέψης που εκφωνήθηκαν ποτέ από μια σκηνή.
Η σχέση μεταξύ επιθυμίας και ανθρώπινης συμπεριφοράς
Ο Ράσελ ξεκινά εξετάζοντας το κεντρικό κίνητρο που οδηγεί την ανθρώπινη συμπεριφορά:
“Όλη η ανθρώπινη δραστηριότητα υποκινείται από την επιθυμία. Υπάρχει μια εντελώς λανθασμένη θεωρία που προβάλλεται από ορισμένους σοβαρούς ηθικολόγους, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατόν να αντισταθούμε στην επιθυμία προς το συμφέρον του καθήκοντος και της ηθικής αρχής. Λέω πως αυτό είναι άτοπο, όχι γιατί κανένας ποτέ δεν ενεργεί λόγω της αίσθησης του καθήκοντος, αλλά επειδή το καθήκον δεν έχει καμία κυριαρχία επάνω του εάν ο ίδιο δεν θέλει να το ακολουθήσει. Εάν θέλετε να ξέρετε πως θα πράξουν οι άνθρωποι, πρέπει να γνωρίζετε, πρωτίστως, όχι μόνο τις βασικές συνθήκες της κατάστασης, αλλά καλύτερα το σύστημα των επιθυμιών τους και τις συσχετιζόμενες δυνάμεις.
[…]
Ο άνθρωπος διαφέρει από τα άλλα ζώα σε ένα πολύ σημαντικό σημείο, και αυτό είναι ότι έχει κάποιες επιθυμίες που είναι, τρόπον τινά, άπειρες, οι οποίες δεν μπορούν ποτέ να ικανοποιηθούν πλήρως και οι οποίες θα τον κρατούσαν ανήσυχο ακόμη και στον Παράδεισο. Ο βόας, όταν έχει φάει ένα επαρκές γεύμα, πέφτει για ύπνο και δεν ξυπνάει μέχρι να χρειαστεί άλλο γεύμα. Τα ανθρώπινα όντα, ως επί το πλείστον, δεν είναι έτσι.”
Ο Ράσελ επισημαίνει τέσσερις τέτοιες άπειρες επιθυμίες – την αποκτήνωση, τον ανταγωνισμό, τη ματαιοδοξία και την αγάπη για την εξουσία – και τις εξετάζει κατά σειρά:
Τίποτα δεν είναι ποτέ αρκετό
“Η αποκτήνωση – η επιθυμία να κατέχει κανείς όσο το δυνατόν περισσότερα αγαθά ή τον τίτλο ιδιοκτησίας αγαθών – είναι ένα κίνητρο που, υποθέτω, έχει την προέλευσή του σε έναν συνδυασμό φόβου με την επιθυμία για τα απαραίτητα. Κάποτε έγινα φίλος με δύο κοριτσάκια από την Εσθονία, τα οποία είχαν γλιτώσει οριακά το θάνατο από την πείνα σε μια περίοδο λιμού. Ζούσαν στην οικογένειά μου και φυσικά είχαν άφθονο φαγητό. Όμως, περνούσαν όλο τον ελεύθερο χρόνο τους επισκεπτόμενες γειτονικές φάρμες και κλέβοντας πατάτες, τις οποίες αποθησαύριζαν. Ο Ροκφέλερ, ο οποίος στη βρεφική του ηλικία είχε βιώσει μεγάλη φτώχεια, πέρασε την ενήλικη ζωή του με παρόμοιο τρόπο.
[…]
Όσα κι αν αποκτήσετε, πάντα θα επιθυμείτε να αποκτήσετε περισσότερα- ο κορεσμός είναι ένα όνειρο που πάντα θα σας διαφεύγει.”
Το 1938, ο Χένρι Μίλερ διατύπωσε επίσης αυτό το θεμελιώδες κίνητρο στο λαμπρό στοχασμό του για το πώς το χρήμα έγινε ανθρώπινη εμμονή. Δεκαετίες αργότερα, οι σύγχρονοι ψυχολόγοι θα ονόμαζαν αυτή την έννοια “ο ηδονικός διάδρομος”. Αλλά για τον Ράσελ, αυτός ο στοιχειώδης κινητήριος μοχλός επισκιάζεται από έναν ακόμη ισχυρότερο – την τάση μας για αντιπαλότητα:
Πως η αντιπαλότητα μετατρέπεται σε ματαιοδοξία
“Ο κόσμος θα ήταν πιο ευτυχισμένος απ’ότι είναι αν η αποκτήνωση ήταν πάντα ισχυρότερη από την αντιπαλότητα. Αλλά στην πραγματικότητα, πολλοί άνθρωποι θα αντιμετωπίσουν με χαρά την εξαθλίωση, αν μπορέσουν έτσι να εξασφαλίσουν την πλήρη καταστροφή των αντιπάλων τους. Εξ ου και το σημερινό επίπεδο φορολογίας.” Η αντιπαλότητα, υποστηρίζει, με τη σειρά της ανατρέπεται από τον ανθρώπινο ναρκισσισμό. Σε ένα συναίσθημα διπλά οδυνηρό στο πλαίσιο των σημερινών μέσων κοινωνικής δικτύωσης, παρατηρεί: “Η ματαιοδοξία είναι ένα κίνητρο τεράστιας ισχύος. Όποιος συναναστρέφεται πολύ με παιδιά γνωρίζει πώς σχεδόν ότι και να κάνουν γυρνάνε και λένε “Κοιτάξτε με”. Το “Κοίταξέ με” είναι μια από τις πιο θεμελιώδεις επιθυμίες της ανθρώπινης καρδιάς. Μπορεί να πάρει αναρίθμητες μορφές, από τις χαζομάρες μέχρι την επιδίωξη της μεταθανάτιας φήμης.
[…]
Είναι σχεδόν αδύνατον να υπερεκτιμήσει κανείς την επιρροή της ματαιοδοξίας σε όλο το φάσμα της ανθρώπινης ζωής, από το παιδί των τριών ετών μέχρι τον ηγεμόνα, στο συνοφρύωμα του οποίου τρέμει ο κόσμος.”
Αγάπη για εξουσία: η ισχυρότερη επιθυμία
Αλλά η πιο ισχυρή από τις τέσσερις παρορμήσεις, υποστηρίζει ο Ράσελ, είναι η αγάπη για την εξουσία: “Η αγάπη για την εξουσία συγγενεύει στενά με τη ματαιοδοξία, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση το ίδιο πράγμα. Αυτό που χρειάζεται η ματαιοδοξία για την ικανοποίησή της είναι η δόξα, και είναι εύκολο να έχεις δόξα χωρίς εξουσία. Πολλοί άνθρωποι προτιμούν τη δόξα από την εξουσία, αλλά στο σύνολό τους αυτοί οι άνθρωποι έχουν μικρότερη επίδραση στην πορεία των γεγονότων από εκείνους που προτιμούν την εξουσία από τη δόξα. Η εξουσία, όπως και η ματαιοδοξία, είναι ακόρεστη. Τίποτα λιγότερο από την παντοδυναμία δεν θα μπορούσε να την ικανοποιήσει πλήρως. Και καθώς είναι ιδιαίτερα το ελάττωμα των ενεργητικών ανθρώπων, η αιτιώδης αποτελεσματικότητα της αγάπης για την εξουσία είναι δυσανάλογη με τη συχνότητά της. Είναι, πράγματι, μακράν το ισχυρότερο κίνητρο στη ζωή των σημαντικών ανθρώπων.
[…]
Η αγάπη για την εξουσία αυξάνεται σε μεγάλο βαθμό από την εμπειρία της εξουσίας, και αυτό ισχύει τόσο για την ασήμαντη εξουσία όσο και για εκείνη των ισχυρών.”
Αλλά ο Ράσελ, ένας στοχαστής με εξαιρετική ευαισθησία στις αποχρώσεις και στις δυαδικότητες από τις οποίες είναι υφασμένη η ζωή, προειδοποιεί κατά της απόρριψης της αγάπης για την εξουσία ως αρνητικής κινητήριας δύναμης – από την παρόρμηση για κυριαρχία στο άγνωστο, επισημαίνει, ξεπηδούν επιθυμητά πράγματα όπως η επιδίωξη της γνώσης και κάθε επιστημονική πρόοδος.
Το έργο του Ράσελ έχει ασκήσει μεγάλη επιρροή στη σύγχρονη λογοτεχνία και φιλοσοφία, θέτοντας θεμέλια έμπνευσης για αμέτρητους συγγραφείς, ποιητές και φιλοσόφους.
Πηγή: getpocket.com