Σας προειδοποιώ, ότι το σημερινό κείμενο είναι μακροσκελές και έχει μια προσωπική χροιά χωρίς όμως να θέλω να περιαυτολογήσω. Απλώς με αφορμή μια αφοριστική άποψη, που πήρε το μάτι μου σε κάποιο διαδικτυακό μέσο, θα ήθελα να καταθέσω τη διαφωνία μου με βάση την προσωπική μου εμπειρία. Αν η εισαγωγή μου είναι κάπως ακατανόητη, μην ανησυχείτε, θα σας εξηγήσω.
Τις προάλλες λοιπόν διάβασα στο site ενός blogger, που ασχολείται και ξέρει από μουσική το εξής περίπου: «Όσοι λένε, ότι ακούνε τα πάντα στη μουσική είναι άσχετοι με τη μουσική και χρησιμοποιούν αυτή τη γενίκευση για να κρύβουν την άγνοιά τους». Αναφερόταν σε απαντήσεις, που συνήθως δίνουν στις συνεντεύξεις τους διάφοροι διάσημοι, ώστε να αποφύγουν τις πιο εξειδικευμένες ερωτήσεις, που θα πρόδιδαν τις περιορισμένες γνώσεις τους στη μουσική. Όμως το πήρα προσωπικά (αστειεύομαι), διότι θα μπορούσα και εγώ να δώσω την ίδια απάντηση, αν βεβαίως ήμουν διάσημος και αν με ρωτούσαν.
Προφανώς, ο blogger εννοούσε εκείνους (όχι μόνο τους διάσημους), που δεν έχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις από τη μουσική και περνάνε καλά με οτιδήποτε τυχαίνει να παίζει το ραδιόφωνο ή να ακούνε στα club πίνοντας το ποτό τους και τίποτα παραπάνω.
Όλα αυτά στριφογύριζαν στο μυαλό μου γεννώντας μου πολλά ερωτήματα με πιο βασικό, το εάν μπορεί κάποιος να ακούει όλα σχεδόν τα είδη της μουσικής και να τη «βρίσκει» με όλα, αλλά ταυτοχρόνως να έχει ευρείες γνώσεις και μια βαθύτερη συναισθηματική επαφή με τη μουσική, τόσο ως σύνολο, όσο και επί μέρους. Λαμβάνοντας υπόψη τον εαυτό μου, η απάντησή μου ήταν και είναι: «Ασυζητητί, ναι».
Μετά όμως από αυτή την κατηγορηματική απάντηση ξεπηδούν νέα ερωτήματα. Είναι αυτό κάτι εύκολο να γίνει; Είναι κάτι συνηθισμένο; Όχι δεν είναι εύκολο, ούτε συνηθισμένο, αλλά δεν είναι ακατόρθωτο. Απαιτεί έναν πολύ καλό δέκτη, ο οποίος να λαμβάνει και να επεξεργάζεται όλα τα ηχητικά-μουσικά μηνύματα, που κυκλοφορούν εδώ και εκεί στη διάρκεια των χρόνων.
Πάμε λοιπόν να δούμε τη δική μου περίπτωση, όχι ως κάτι εξαιρετικό, αλλά ως κάτι πιθανό να συμβεί.
Γεννήθηκα στα μέσα της δεκαετίας του ’60 στην Αθήνα, αλλά προέρχομαι από μια οικογένεια με καταγωγή από τα Άγραφα. Με αυτό λοιπόν το background έπρεπε εμείς τα παιδιά – παρά τις σιωπηλές αντιρρήσεις μας – να μάθουμε οπωσδήποτε τους παραδοσιακούς χορούς. Τσάμικο, συρτό και στα τρία. Συνεπώς, τα πρώτα ακούσματά μου ήταν τα δημοτικά τραγούδια.
Τότε οι Έλληνες πρώτης γενιάς εσωτερικοί μετανάστες με διάφορες αφορμές εύρισκαν την ευκαιρία να συναντήσουν τους συγγενείς και τους συγχωριανούς τους για να πουν τα νέα τους, να φάνε, να πιούνε, αλλά και να διασκεδάσουν με τραγούδια και χορούς κυκλωτικούς, που λέει και ο Σαββόπουλος. Χόρευαν και τραγουδούσαν σε ονομαστικές γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα, Καθαρή Δευτέρα, κάποιες Κυριακές στο μεσημεριανό διευρυμένο τραπέζι ή και έτσι χωρίς κάποια συγκεκριμένη αφορμή, απλώς για βρεθούν μεταξύ τους. Εκεί και γω, θέλοντας και μη.
Εκεί πρωτάκουσα δημοτικά και κάποια (τότε ακόμη) ευπρεπή δημοτικοφανή τραγούδια, που είχαν ηχογραφηθεί στο διάστημα από τη δεκαετία του ’50 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 με φωνές εκπληκτικές: Γιώργος Παπασιδέρης, Βαγγελιώ Χρηστιά, Φιλιώ Πυργάκη, Κώστας Νάκας, Στέργιος Βλαχογιάννης, Φώτης Χαλκιάς, Τασία Βέρρα (θεία της σημερινής Χαράς Βέρρα), Σοφία Κολλητήρη, Σάββας Σιάτρας, Λάμπρος Παπαθανασίου, Τάκης Καρναβάς, Γεωργία Μηττάκη και φοβερούς οργανοπαίχτες κυρίως στο κλαρίνο: Βασίλης Μπατζής, Νίκος Καρακώστας, Κίτσος Χαρισιάδης, Βάιος Μαλλιάρας, Τάσος Χαλκιάς και πολλοί άλλοι.
Το ίδιο ακριβώς σκηνικό στις δεκαετίες του ‘70 και του ’80 επαναλαμβανόταν και στο χωριό, που πηγαίναμε κάθε καλοκαίρι. Ειδικά εκεί θυμάμαι γλέντια στη γιορτή της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο (και όχι μόνο), όπου σε ένα τραπέζι «σιδηρόδρομο» στο ξέφωτο έσμιγαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες με εγγόνια, με γιους και κόρες, με γαμπρούς και νύφες, οι θείοι και οι θείες με ανήψια, αδέρφια, ξαδέρφια.
Όλοι μαζί έτρωγαν, έπιναν και μετά χόρευαν κυκλικά πιασμένοι χέρι-χέρι και τραγουδούσαν χωρίς κασέτες και δίσκους, χωρίς όργανα τις περισσότερες φορές. Μόνο με το στόμα. Και γω εκεί, παρατηρητής και σιγά-σιγά, χρόνο με το χρόνο και συμμέτοχος. Είχα παρατηρήσει λοιπόν, ότι κατά τη διάρκεια του χορού και του τραγουδιού συνέβαινε το εξής μαγικό. Τους έβλεπες τη μια στιγμή να γελάνε και την άλλη στιγμή να βουρκώνουν.
Στην αρχή δεν καταλάβαινα τίποτα απολύτως. Πως γίνεται να χαίρονται και να λυπούνται σχεδόν ταυτοχρόνως; Στην πορεία αντιλήφθηκα την αιτία της χαρμολύπης. Χαίρονταν για την καλή αντάμωσή τους, μελαγχολούσαν θυμούμενοι τα νιάτα τους στα περασμένα χρόνια, που οι περισσότεροι απ’ αυτούς ζούσαν μαζί και τέλος έκλαιγαν για το επικείμενο ξεχώρισμα, καθώς με το τέλος του καλοκαιριού γνώριζαν, ότι θα γυρίσουν στα σπίτια τους, στις πόλεις τους, μακριά ο ένας από τον άλλον και – αν όλα πάνε καλά – θα ξανασμίξουν το επόμενο καλοκαίρι. Ίσως πάλι να διαισθάνονταν, ότι ζούσαν τα τελευταία σκιρτήματα της παλιάς Ελλάδας, που τότε αργόσβηνε και λίγο αργότερα δυστυχώς χάθηκε οριστικά.
Παράλληλα όμως με τα τσάμικα και τα συρτά, τα κλαρίνα και τα βιολιά, κάπου στα 12-13 μου (1977-1978) ανακαλύπτω το ροκ. Ουάου!!! Έπαθα πλάκα. Θυμάμαι και πως ξεκίνησαν όλα. Κάποιος φίλος μου 1-2 χρόνια μεγαλύτερος από μένα έρχεται και μου λέει στο ξεκάρφωτο σ’ ένα διάλειμμα του σχολείου: «Ξέρεις ένα συγκρότημα, που το λένε Doors; Παίζουν ροκ και είναι πολύ καλοί». Για Doors δεν είχα ακούσει τίποτα. Για ροκ; Κάτι είχε πάρει το αυτί μου, αλλά οι πληροφορίες ήταν συγκεχυμένες στο μυαλό μου. Η εντύπωση που είχα ήταν για κάτι μαλλιάδες με κιθάρες και τέτοια.
Του απαντάω, ότι δεν ξέρω το ροκ, αλλά ξέρω τη disco μουσική, καθώς μέχρι τότε είχα ακούσει εδώ και εκεί Boney M (Daddy cool), Bee Gees (Stayin’ alive και Night fever), Santa Esmaralda (Don’t let me be misunderstood) και μου άρεσαν. Με κοιτάει μ’ ένα απαξιωτικό βλέμμα και μου λέει: «Αυτά ρε συ είναι “καρέκλες” για φλώρους. Το ροκ είναι μαγκιά». Καρέκλες; Φλώροι; Μαγκιές; Τι λέει ρε ο άνθρωπος; Τέλος πάντων ξεπερνάω την έκπληξή μου και τον ρωτάω, που τα ξέρει όλα αυτά. Μου λέει, ότι του είχε μιλήσει ο μεγάλος του αδελφός, που ήταν τότε 17 χρονών. Μάλιστα, μου υποσχέθηκε, ότι την επόμενη μέρα θα μου έφερνε μια κασέτα με αυτούς τους…Doors.
Έτσι και έγινε. Μόλις επέστρεψα σπίτι, άκουσα τους Doors (Changeling, Roadhouse blues κλπ). Τρελλάθηκα. Αρχίζω να ψάχνω, πως θα βρω ν’ ακούσω και άλλα ροκ συγκροτήματα. Από κάποιες σκόρπιες κουβέντες με άλλους φίλους λίγο μεγαλύτερους από μένα μαθαίνω, ότι εκπέμπουν στο ραδιόφωνο οι λεγόμενοι «πειρατικοί» σταθμοί, που κάποιοι απ’ αυτούς έπαιζαν ροκ. Επίσης ο Γιάννης Πετρίδης στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ για μια ώρα κάθε μεσημέρι.
Λάβετε υπόψη σας, ότι τότε δεν υπήρχε internet, ούτε google, ούτε youtube, ούτε shazam. Ψάχναμε στο μαύρο σκοτάδι.
Αρχίζω να ακούω ραδιόφωνο όλες σχεδόν τις ώρες, που βρίσκομαι στο σπίτι. Διάβαζα με Πετρίδη και έτρωγα με «πειρατικούς» σταθμούς. Εντοπίζω τους Led Zeppelin και μου πετάγονται τα μυαλά στον αέρα (Black dog, Rock ‘n’ roll, Stairway to heaven και κυρίως Whole lotta love). Από κοντά και οι Rolling Stones (Satisfaction, Jumpin’ Jack Flash, Get off of my cloud, Angie). Μετά Queen (We are the champions, We will rock you και βέβαια Bohemian rhapsody). Άλλη «ήττα». Τι παίζουν ρε φίλε τούτοι εδώ;
Στο δισκάδικο της γειτονιάς κολλούσα τη μούρη μου σχεδόν πάνω στη βιτρίνα με τους δίσκους βινυλίου. Θυμάμαι τα εξώφυλλα του “Who’s next των Who”, του “IV” των Zeppelin, του “Street survivors” των Lynyrd Skynyrd. Στην αρχή ντρεπόμουν να μπω μέσα, διότι υπέθετα, ότι ο δισκοπώλης λογικά θα σκεφτόταν: «Τι θέλει τώρα ο μικρός μέσα στα πόδια μου, αφού δεν πρόκειται να αγοράσει κάτι». Κάποια στιγμή, παίρνω φόρα και μπαίνω. Του λέω, αν γίνεται να μου γράψει μερικές κασέτες με ροκ μουσική. Είχα ακούσει, ότι είναι μεν παράνομο, αλλά κάποια δισκάδικα το κάνουν στη ζούλα. Μου απάντησε θετικά χωρίς καν να το σκεφτεί. Ελλαδάρα! Ωραία λέω από μέσα μου. Όμως δεν ήξερα, τι να πρωτοζητήσω. Το κατάλαβε και μου πρότεινε αυτός. OK του λέω.
Μου έγραψε σταδιακά ένα best των Rolling Stones, το πρώτο album των Dire Straits (Sultans of swing κλπ) και το “Made in Japan” των Deep Purple. Δισκάρες. Παράλληλα έπαιρνα άδειες κασέτες (60ρες και 90αρες) και ηχογραφούσα από το ραδιόφωνο διάφορα τραγούδια, οπότε είχα φτιάξει μια υποτυπώδη κασετοθήκη. Για κανονική δισκοθήκη ούτε λόγος, διότι τα βινύλια ήταν ακριβά και στο σπίτι δεν είχαμε καν πικάπ.
Στη γειτονιά ζούσε ένας τριαντάρης τύπος ο Μ., ο οποίος λίγα χρόνια πριν ήταν χίπης με μακριά μαλλιά. Απλησίαστος, παρ’ ότι η οικογένειά του είχε σχέσεις με τους γονείς μου. Τον θυμάμαι με τζιν παντελόνια καμπάνες, χαϊμαλιά και πολύχρωμες μπλούζες. Τον κοιτούσαν όλοι στη γειτονιά με μισό μάτι και λέγανε πίσω από την πλάτη του, ότι ήταν αλήτης και χασικλής. Μάλιστα κάποτε είχε και πειρατικό σταθμό. Τότε όμως είχε μόλις κάνει τη θητεία του στο στρατό, είχε κουρευτεί, είχε παντρευτεί και είχε ένα κοριτσάκι.
Αυτός λοιπόν στην ταράτσα του πατρικού του σπιτιού είχε διαμορφώσει το παλιό πλυσταριό σε εργαστήρι αργυροχρυσοχοΐας και δούλευε εκεί μόνος του αρκετές ώρες κάθε μέρα. Στο διπλανό καμαράκι είχε κλουβιά με καμμία πενηνταριά περιστέρια. Δεν θυμάμαι, πως άρχισε, αλλά ανεβαίναμε εκεί κάποιες φορές εγώ και οι φίλοι μου, έτσι χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. Για χαβαλέ. Όλοι οι φίλοι μου ασχολούνταν με τα περιστέρια και εγώ με τους δίσκους, που είχε ο Μ. σε μια άκρη του εργαστηρίου του. Με πήρε χαμπάρι και αρχίσαμε να μιλάμε για ροκ και τέτοια. Αυτός δηλαδή, γιατί εγώ τι να του έλεγα απ’ τη ζωή μου. Μου είπε, ότι σύχναζε στο Cin Cin, ένα ξακουστό rock club εκείνης της εποχής, ότι ήταν πολύ φίλος με τους Πελόμα Μποκιού (Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε) και ειδικά με τον Βλάσση Μπονάτσο. Έψαξα για αυτούς, αλλά τότε δεν είχα βρει τίποτα (βρήκα αργότερα). Μου είπε για το φεστιβάλ του Woodstock, μου έβαλε να ακούσω Pink Floyd (“Wish you were here”, “Dark side of the moon”) και το “Low” του David Bowie. Το μυαλό μου έκανε σβούρες. Διαφορετικοί απ’ όλους τους άλλους. Φοβεροί.
Μάλιστα μου χάρισε μια κασέτα εταιρείας (όποιοι ξέρουν, καταλαβαίνουν) με το κλασικό “Greatest hits” των Santana, αυτό με τον μαύρο στο εξώφυλλο, που κρατάει ένα άσπρο περιστέρι. Evil ways, Black magic woman. Καταπληκτικοί. Αυτός μου πρωτομίλησε για τους Temptations (Papa was a rollin’ stone) περιγράφοντάς τους ως εξής: «Φαντάσου στη σκηνή καμμιά δεκαριά αραπάκια κουστουμαρισμένα να τραγουδούν και να χορεύουν πέρα δώθε». Εννοείται, ότι δεν τους ήξερα, αλλά τους έμαθα αργότερα και είναι μέχρι σήμερα από τους αγαπημένους μου. Γειά σου ρε Μ., όπου και αν βρίσκεσαι σήμερα.
Ακολούθησαν αρχές της δεκαετίας του ’80 οι πρώτες συναυλίες με Police στο Σπόρτινγκ και Rory Gallagher στο γήπεδο της ΑΕΚ. Ωραίοι οι Police, αλλά ο Gallagher ήταν από τις ομορφότερες εμπειρίες στη ζωή μου. Φαντασθείτε έναν δεκαεξάχρονο, όπως ήμουν εγώ τότε, που μόλις έχει βγει από τ’ «αυγό», να παρακολουθεί συναυλία σε γήπεδο ποδοσφαίρου, η εξέδρα μπροστά στη σκεπαστή, ο τύπος στη σκηνή να φοράει τζιν από πάνω μέχρι κάτω, με μακριά μαλλιά, η Stratocaster στα χέρια του να «στριγκλίζει» ακατάπαυστα και εγώ σε απόσταση 10 μέτρων απ’ όλα αυτά.
Γύρω μου όλοι να χοροπηδάνε και να ουρλιάζουν σαν τρελλοί με τα χέρια υψωμένα, άλλοι να ανεβαίνουν στη σκηνή για να αγκαλιάσουν τον Gallagher και τους security να τους πετάνε πίσω. Κατάσταση ροκ εκτός ελέγχου! Και το κερασάκι στην τούρτα; Τα επεισόδια στο τέλος της συναυλίας με την αστυνομία να βαράει, οτιδήποτε κινείται, δακρυγόνα και φωτιές παντού. Αλλά παρ’ ότι πιτσιρικάδες δεν μασάγαμε. Χρήσιμη εμπειρία για τις δεκάδες καταλήψεις αργότερα στο Χημείο και στο Πολυτεχνείο. Γύρισα σπίτι κακήν κακώς με δάκρυα στα μάτια από τα δακρυγόνα, αλλά χαρούμενος και τυχερός, που είχα ζήσει με τη μία την απόλυτη ροκ φάση.
Ακολούθησαν εκατοντάδες άλλες συναυλίες (Ian Gillan Band, Roxy Music, Stevie Winwood, Uriah Heep, Joe Cocker, διήμερο φεστιβάλ «Rock in Athens» με Cure, Clash, Depeche Mode, Stranglers κλπ κλπ κλπ). Πήραμε στο σπίτι ένα στερεοφωνικό της κακιάς ώρας και άρχισα να αγοράζω βινύλια με το χαρτζιλίκι.
Άκουγα και ελληνικό κλασσικό ροκ: Socrates (Phos), Παύλος Σιδηρόπουλος και Σπυριδούλα (Φλου), Κώστας Τουρνάς και Poll (το ταγάρι), Δημήτρης Πουλικάκος (Μεταφοραί εκδρομαί ο Μήτσος). Βάλε και τους Φατμέ και τον Παπάζογλου μέσα. Αργότερα ως φοιτητής της Νομικής στη Θεσσαλονίκη ακούγαμε και πιο σύγχρονα πράγματα: U2, Simple Minds, Echo and the Bunnymen, Talking Heads, Siouxsie and the Banshees και από ελληνικά: Last Drive, Anti Troppau Council, Λευκή Συμφωνία, Γκούλαγκ, Γκρόβερ και πάει λέγοντας. Πίναμε τα ποτά μας στο «Λούκυ Λουκ» στην Προξένου Κορομηλά και στο «Berlin». Α και μη ξεχάσω, Τρύπες στη «Σελήνη» και καθημερινό σουλατσάρισμα στο Ντορέ. Όταν κατέβαινα στην Αθήνα, πλατεία στα Εξάρχεια και «Πήγασος». Με λίγα λόγια είχα μπει στη ροκ διάθεση μέχρι τα μπούνια. Βρίσκομαι λοιπόν φοιτητής στη Θεσσαλονίκη και ηχούν ταυτοχρόνως τα κλαρίνα στο ένα μου αυτί και οι ηλεκτρικές κιθάρες στο άλλο μου αυτί. Τι έλειπε; Το μπουζούκι και τα λαϊκά. Μέχρι τότε είχα ακούσει εδώ και εκεί κάποιους κλασσικούς: Καζαντζίδης (ήταν παντού στη δεκαετία του ’70, ειδικά το Υπάρχω), Νταλάρας, Μπιθικώτσης, Αλεξίου και μέχρι εκεί. Εντάξει και ολίγον από Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκο, Λοϊζο. Μαζί και τα παραδοσιακά νησιώτικα. Στη Θεσσαλονίκη όμως στα μέσα της δεκαετίας του ’80 τα περισσότερα κορίτσια διασκέδαζαν στα ρεμπετάδικα. «Μπλε Παράθυρα» κλπ. Εκεί και μεις μαζί τους. Οπότε παράλληλα με τη διασκέδαση και τα ξενύχτια έρχομαι σε επαφή στην αρχή με τα ρεμπέτικα. Γουστάρω και αρχίζω να ψάχνομαι. Τσιτσάνης, Βαμβακάρης, Χασκήλ, Μπαγιαντέρας, Νίνου, Παγιουμτζής, Μητσάκης, Μπέλλου, Καλδάρας, Χιώτης μαζί με Οπισθοδρομική Κομπανία, Αρβανιτάκη κλπ. Όμορφες μελωδίες με περιεκτική λιτότητα στο στίχο. Διέκρινα αμέσως μια υπόγεια σχέση με τα δημοτικά τραγούδια ως προς την τεχνοτροπία τους.
Νέος μουσικός κόσμος ανοίγεται μπροστά μου, ο οποίος διευρύνθηκε, όταν κάποια στιγμή γνώρισα ένα παιδί, που ήταν συμφοιτητής της τότε κοπέλας μου. Σπούδαζε και αυτός στη Θεσσαλονίκη. Ήταν λαϊκός τύπος, καλοχτενισμένος, υφασμάτινο παντελόνι, πουκάμισο ανοιχτό στο στήθος με καδένα και χρυσό σταυρουδάκι. Καμμία σχέση με μένα, αλλά πολύ καλό, «καθαρό» παιδί. Έγινε φίλος μου και μπήκα στη δική τους παρέα, που ήταν παντελώς άσχετη με ροκ και τέτοια. Το είδα σαν ευκαιρία να ξεκολλήσω από τις παλιοπαρέες, μήπως έπαιρνα και το πτυχίο.
Αυτός λοιπόν, όπως καταλαβαίνετε, άκουγε μόνο λαϊκά και ελαφρολαϊκά. Δεν χρειάστηκε να με «ψήσει» για ν’ αρχίσω να ακούω και τέτοια. Ήμουν «ανοιχτός» για νέο πεδίο δόξης λαμπρό, παράλληλα βέβαια με τα δημοτικά και το ροκ. Την περίοδο αυτή λοιπόν, περί τα τέλη της δεκαετίας του ’80 (εκτός από αυτούς που ήδη γνώριζα), έρχομαι σε επαφή και καραγουστάρω με μεγέθη όπως: Πάνος Γαβαλάς, Μανώλης Αγγελόπουλος, Βίκυ Μοσχολιού, Στράτος Διονυσίου, Πίτσα Παπαδοπούλου, Αντώνης Ρεπάνης, Δημήτρης Μητροπάνος, Τόλης Βοσκόπουλος, Ρίτα Σακελλαρίου, Άκης Πάνου, Τάκης Σούκας, Λίτσα Διαμάντη, Τζένη Βάνου, Γιώτα Λύδια, Καίτη Γκρέυ, Μιχάλης Μενιδιάτης, Παναγιώτης Μιχαλόπουλος κλπ.
Και δεν σταμάτησα εκεί, δηλαδή στη «βιτρίνα» του λαϊκού τραγουδιού. Προχώρησα με σπασμένα τα φρένα και στη Β’ και Γ’ εθνική των λαϊκών: Μάκης Χριστοδουλόπουλος (Βρε μελαχρινάκι / Παντρεμένοι και οι δυο), Κώστας Σκαφίδας (Καίνε τον έρωτα μας / Μια μικρούλα απ’ το Παγκράτι / Άλλον έχεις τώρα αγκαλιά), Κώστας Κόλλιας (Έρωτα μου αγιάτρευτε), Γιάννης Κωνσταντίνου (Όσοι είναι αισθηματίες / Αξίζεις πολλά), Έφη Θώδη (Είσαι νινί ακόμα), Έλενα Γιαννακάκη (Εσένα θέλω μόνο) κλπ κλπ. Όπως αντιλαμβάνεσθε ακολουθούν εξοντωτικά ξενύχτια σε σκυλάδικα ανά την Ελλάδα και έρχομαι σε στενή επαφή με ανθρώπους και καταστάσεις, που είναι πιο ροκ από το αυθεντικό ροκ.
Ε μετά από τα παραπάνω, μου ήταν εύκολο να περάσω σταδιακά και σε άλλα είδη μουσικής και να τα αγαπήσω όλα. Εν τάχει για να μη μακρυγορήσω άλλο: Τζαζ (από bebop μέχρι light jazz), σόουλ και φανκ (James Brown, Temptations, Michael Jackson, Marvin Gaye, Cool and the Gang, Earth Wind and Fire κλπ), ποπ (από Βίκυ Λέανδρος και Olympians/Πασχάλη μέχρι Eurythmics και George Michael), ελαφρά μουσική (Paul Mauriat, James Last, Berry Lipman), bossa nova (Antonio Carlos Jobim, Sergio Mendes), latin (Tito Puente, Mongo Santamaria), κινηματογραφική μουσική (Ennio Morricone, Henry Mancini, Michele Legrand, Ελένη Καραΐνδρου), πολύ κλασσική μουσική και δεκάδες άλλα είδη και υποείδη μουσικής μέχρι και σήμερα.
Θα μου πείτε, ότι όλα αυτά μοιάζουν λίγο παρανοϊκά. Ακούγονται κάπως υπερβολικά. Σας βεβαιώνω, ότι δεν υπάρχει καμμία παράνοια (έτσι νομίζω τουλάχιστον) και καμμία υπερβολή. Ίσως το μυστικό βρίσκεται στο εξής απλό συλλογισμό. Όταν λέμε, ότι ακούμε πχ ροκ μουσική είναι προτιμότερο να εστιάζουμε και να εμβαθύνουμε περισσότερο στη λέξη ΜΟΥΣΙΚΗ και λιγότερο στη λέξη ροκ. Ομοίως, στην κλασική ΜΟΥΣΙΚΗ, στην τζαζ ΜΟΥΣΙΚΗ, στη λαϊκή ΜΟΥΣΙΚΗ και ούτω καθεξής. Αν θέλετε, δοκιμάστε το ανάλογα τη στιγμή.
Ελπίζω να μην σας κούρασα. Μετά απ’ όλη αυτή την εξιστόρηση για το προσωπικό μου συναρπαστικό ταξίδι στα ενδότερα της μουσικής, που διαρκεί περίπου 45-50 χρόνια και με δισκοθήκη 10.000 περίπου δίσκων νομίζω, ότι δικαιούμαι να έχω άποψη. Ναι λοιπόν ο τίτλος του κειμένου δικαιώνεται. Μια μόνο μουσική υπάρχει: η καλή μουσική. Για όποιον θέλει και μπορεί να ψαχτεί χωρίς παρωπίδες. Αφήστε τους άλλους στα «κουτάκια» τους και κολυμπήστε στους ωκεανούς ολόκληρης της μουσικής. Γιατί έτσι η καθημερινότητά σας θα είναι πιο διασκεδαστική. Εγγυημένα πράγματα. Ποτέ δεν είναι αργά για να ξεκινήσετε ένα από τα ομορφότερα ταξίδια της ζωής σας.
Σας αποχαιρετώ με μερικά τραγουδάκια από διάφορα είδη μουσικής, που όλα μου αρέσουν, αν και δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Άλλωστε είπαμε: η καλή μουσική δεν έχει όρια.