Πολλά πράγματα μπορούμε να μας κάνουν να κλάψουμε. Μπορεί να κλάψουμε κατά τη διάρκεια ενός τσακωμού με τον σύντροφό μας, μετά την απώλεια ενός αγαπημένου μας προσώπου, περνώντας από το παλιό μας σχολείο, ακούγοντας ένα στενάχωρο τραγούδι ή βλέποντας μία άκρως ρομαντική ταινία. Το κλάμα, επίσης, ενδεχομένως να μαρτυρά υπερβολικό άγχος.
Αν το καλοσκεφτείτε, το μόνο κοινό σημείο των παραπάνω καταστάσεων είναι η αίσθηση της αδυναμίας. Ακόμη και στο πλαίσιο θετικών γεγονότων που προκαλούν δάκρυα, όπως όταν βλέπουμε ένα πολύ χαριτωμένο κουτάβι ή ένα αγαπημένο μας πρόσωπο να παντρεύεται, υπάρχει ένα αίσθημα κατάνυξης. Αισθανόμαστε μικροί, ταπεινοί και αβοήθητοι
Έχετε αναρωτηθεί, όμως, γιατί κλαίμε; Ποια είναι η βασική αιτία του κλάματος και τι μπορούμε να μάθουμε από τα δάκρυά μας; Η αναζήτηση στα βάθη των συναισθημάτων μας μπορεί να ρίξει φως σε βαθύτερες ανασφάλειες, φοβίες και επιπλοκές.
Το κλάμα σε συνάρτηση με την ηλικία
Ως άνθρωποι, ερχόμαστε στον κόσμο κλαίγοντας – και δε σταματάμε ποτέ. Ως μωρά, κλαίμε για να τραβήξουμε την προσοχή των γονιών μας ή να τους δείξουμε ότι είμαστε θυμωμένοι, πεινασμένοι, φοβισμένοι ή κουρασμένοι. Κλαίμε, επίσης, όταν ή κουραζόμαστε. Στην παιδική ηλικία και την εφηβεία, κλαίμε από σωματικό πόνο, αλλά, καθώς αναπτύσσουμε ενσυναίσθηση στα εφηβικά μας χρόνια, εξωτερικοί καταλύτες -όπως βιβλία, ταινίες και ο πόνος άλλων ανθρώπων- επίσης προκαλούν δάκρυα.
Τι αποκαλύπτουν τα δάκρυά μας
Τα δάκρυα σηματοδοτούν ένα βασικό μήνυμα, λέει ο Randolph Cornelius, καθηγητής ψυχολογικής επιστήμης στο Vassar College. Ότι χρειαζόμαστε βοήθεια. Έρευνες δείχνουν ότι τα δάκρυα είναι τόσο αποτελεσματικά στο να εκφράσουν την ανάγκη για βοήθεια, επειδή μας κάνουν θλιμμένους, αβοήθητους, λιγότερο επιθετικούς. Είναι, στην ουσία, μία από τις εκφάνσεις της φροντίδας για τον εαυτό μας. Σύμφωνα με μελέτες, οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να προσφέρουν βοήθεια σε ένα άτομο που κλαίει σε σύγκριση με ένα απλώς λυπημένο άτομο. Η αναγνώριση του ότι οι άνθρωποι κλαίνε και χρειάζονται βοήθεια είναι μια αρκετά αυτόματη διαδικασία.
Κλάμα, ανακούφιση και κάθαρση
Πολύ συχνά, οι αλλαγές στη διάθεση που συνοδεύονται από συχνές εξάρσεις δακρύων συνδέονται με την ύπαρξη κάποιας ψυχικής ασθένειας. Ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα που βιώνουν θλίψη ή κατάθλιψη κλαίνε περισσότερο, αλλά τείνουν να μη νιώθουν ανακούφιση μετά το κλάμα. Εκείνοι που κλαίγοντας αισθάνονται ντροπή ή αμηχανία είναι επίσης λιγότερο πιθανό να νιώσουν καλύτερα. Οι άνθρωποι βρίσκουν περισσότερη κάθαρση μετά το κλάμα, όταν η κατάσταση που τους κάνει να κλάψουν είναι ελεγχόμενη, όπως ένας καυγάς με τον σύντροφό τους, σε αντίθεση με ένα ανεξέλεγκτο γεγονός, όπως ένας θάνατος.
Οι άνθρωποι που δεν κλαίνε
Για μερικούς ανθρώπους, το πηγάδι των δακρύων φαίνεται να έχει στερέψει. Το στερεότυπο ότι όσοι κλαίνε είναι πιο αδύναμοι ή λιγότερο αρρενωποί, συμβάλλει στην ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι τα αγόρια (και οι άνδρες) δεν κλαίνε. Πράγματι, οι γυναίκες αναφέρουν ότι έχουν την τάση να κλαίνε πιο συχνά από τους άνδρες. Αυτό το αίσθημα της ευαλωτότητας που σχετίζεται με τους λυγμούς κάνει το κλάμα εξαιρετικά άβολο για ορισμένα άτομα, ιδίως όσα δυσκολεύονται να παραδεχτούν ότι χρειάζονται βοήθεια και εκλαμβάνουν την εκτόνωση των αρνητικών τους συναισθημάτων ως προσωπική αποτυχία.
Πηγές: www.vox.com